Henry Kuttner, Ένας σταυρός αιώνων (Α cross of centuries)


Τον αποκαλούσαν Χριστό. Αλλά δεν ήταν ο Άνθρωπος που είχε μοχθήσει στον μακρύ δρόμο προς τον Γολγοθά πέντε χιλιάδες χρόνια πριν. Τον αποκαλούσαν Βούδα και Μωάμεθ. Τον αποκαλούσαν ο Αμνός και ο Ευλογητός του Θεού. Τον ονόμαζαν ο Πρίγκιπας της Ειρήνης και ο Αθάνατος.
Το όνομά του ήταν Ταϊρέλ.
Είχε ανέλθει έναν άλλο δρόμο τώρα -το απότομο μονοπάτι που οδηγούσε στο μοναστήρι πάνω στο βουνό- και στάθηκε για μια στιγμή ανοιγοκλείνοντας τα μάτια απέναντι στο έντονο φως του ήλιου. Το λευκό του ράσο ήταν σημαδεμένο με το τελετουργικό μαύρο χρώμα.
Το κορίτσι στο πλάι του τού άγγιξε το χέρι και τον ώθησε απαλά προς τα εμπρός. Προχώρησε μέσα στη σκιά της πύλης.
Τότε δίστασε και κοίταξε πίσω του. Ο δρόμος τον είχε οδηγήσει σε ένα επίπεδο ορεινό λιβάδι, όπου βρισκόταν το μοναστήρι, και το λιβάδι ήταν εκθαμβωτικά πράσινο νωρίς την άνοιξη. Αδύναμα, σαν από πολύ μακριά, ένιωσε μια επώδυνη θλίψη στη σκέψη να αφήσει όλη αυτή τη λαμπρότητα, αλλά αισθάνθηκε ότι τα πράγματα θα γίνονταν καλύτερα πολύ σύντομα. Και η λαμπρότητα ήταν πολύ μακριά. Δεν ήταν πια εντελώς πραγματική. 
Το κορίτσι άγγιξε ξανά το χέρι του και εκείνος ένευσε υπάκουα και βάδισε προς τα εμπρός. Αισθάνθηκε το ενοχλητικό άγγιγμα μιας απώλειας που πλησιάζει, την οποία τώρα ο κουρασμένος του νους δεν μπορούσε να καταλάβει.
«Είμαι πολύ παλαιός», σκέφτηκε.
Στην αυλή οι ιερείς έσκυψαν μπροστά του. Ο αρχηγός τους, ο Μονς, στεκόταν στην άλλη άκρη μιας πλατιάς πισίνας που αντανακλούσε το απύθμενο γαλάζιο του ουρανού. Πότε-πότε το νερό αναδευόταν από ένα δροσερό, απαλό αεράκι.
Παλιές συνήθειες έστειλαν τα μηνύματά τους κατά μήκος των νεύρων του. Ο Ταϊρέλ σήκωσε το χέρι του και τους ευλόγησε όλους.
Η φωνή του απήγγειλε ήρεμα τις απομνημονευμένες φράσεις:
«Ας υπάρξει ειρήνη. Σε όλη την ταραγμένη γη, σε όλους τους κόσμους και στον ευλογημένο ουρανό του Θεού ανάμεσά τους, ας υπάρξει ειρήνη. Οι δυνάμεις του…»
Το χέρι του ταλαντεύτηκε. Μετά θυμήθηκε:
«…οι δυνάμεις του σκότους δεν έχουν δύναμη απέναντι στην αγάπη και την κατανόηση του Θεού. Σας φέρνω το λόγο του Θεού. Είναι αγάπη, είναι κατανόηση, είναι ειρήνη».
Περίμεναν μέχρι να τελειώσει. Ήταν ο λάθος χρόνος και το λάθος τελετουργικό. Αλλά αυτό δεν είχε σημασία, αφού ήταν ο Μεσσίας.
Ο Μονς, στην άλλη άκρη της πισίνας, έδωσε το σήμα. Το κορίτσι πλάι στον Ταϊρέλ έβαλε τα χέρια του απαλά στους ώμους του ράσου του.
Ο Μονς φώναξε δυνατά: «Αθάνατε, θα αποβάλεις το μιασμένο ένδυμά σου και μαζί του τις αμαρτίες του χρόνου;»
Ο Ταϊρέλ κοίταξε αόριστα κατά μήκος της πισίνας. 
«Θα ευλογήσεις τους κόσμους με έναν ακόμη αιώνα της αγίας παρουσίας σου;»
Ο Ταϊρέλ θυμήθηκε μερικές λέξεις:
«Φεύγω εν ειρήνη, επιστρέφω εν ειρήνη», είπε.
Το κορίτσι τράβηξε απαλά το λευκό ράσο, γονάτισε και αφαίρεσε τα σανδάλια του Ταϊρέλ. Γυμνός, στάθηκε στο χείλος της πισίνας.
Έμοιαζε με αγόρι είκοσι ετών. Είχε ηλικία δύο χιλιάδων ετών.
Κάποιος βαθύς προβληματισμός τον άγγιξε. Ο Μονς σήκωσε το χέρι του, τον κάλεσε, αλλά ο Ταϊρέλ κοίταξε γύρω του μπερδεμένος και συνάντησε τα γκρίζα μάτια του κοριτσιού.
«Νερίνα;» μουρμούρισε.
«Πήγαινε στην πισίνα», ψιθύρισε. «Κολύμπησε κατά μήκος της».
Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το δικό της. Εκείνη αισθάνθηκε αυτό το θαυμάσιο ρεύμα της ευγένειας που ήταν η αδάμαστη δύναμή του. Πίεσε το χέρι του σφιχτά, προσπαθώντας να τον φτάσει μέσα από τα σύννεφα του μυαλού του, προσπαθώντας να τον κάνει να καταλάβει ότι όλα θα είναι και πάλι καλά, ότι θα τον περιμένει, όπως περίμενε την ανάστασή του ήδη τρεις φορές ως τώρα, κατά τα τελευταία τριακόσια χρόνια.
Ήταν πολύ νεότερη από τον Ταϊρέλ, αλλά ήταν κι εκείνη αθάνατη.
Για μια στιγμή η ομίχλη καθάρισε από τα γαλάζια μάτια του.
«Να με περιμένεις, Νερίνα», είπε. Στη συνέχεια, σαν να επέστρεφε μια παλιά του ικανότητα, βούτηξε στην πισίνα με μια άμεμπτη κατάδυση.
Τον παρακολούθησε να κολυμπά σίγουρα και σταθερά. Δεν συνέβαινε κάτι κακό με το σώμα του, δεν συνέβη ποτέ, ανεξάρτητα από το πόσο είχε μεγαλώσει στα χρόνια. Ήταν μόνο ο νους του που σκλήραινε, βυθιζόμενος όλο και βαθύτερα στις σιδερένιες διαδρομές του χρόνου, και έχανε την τριβή του με το παρόν, με αποτέλεσμα η μνήμη του να θρυμματίζεται λίγο-λίγο. Αλλά οι παλαιότερες αναμνήσεις χάνονται τελευταίες και οι αυτοματισμοί της μνήμης χάνονται τελευταίοι όλων.
Γνώριζε για το δικό της σώμα, το νέο και ισχυρό και όμορφο, όπως θα ήταν πάντα. Το μυαλό της... Υπήρχε μια απάντηση και σ’ αυτό το ζήτημα. Κοιτούσε την ίδια την απάντηση.
«Είμαι πολύ ευλογημένη», σκέφτηκε. «Από όλες τις γυναίκες σε όλους τους κόσμους, εγώ είμαι η Νύφη του Ταϊρέλ και ο μόνος άλλος αθάνατος άνθρωπος που γεννήθηκε ποτέ».
Με αγάπη και ευλάβεια τον παρακολούθησε να κολυμπά. Στα πόδια της βρισκόταν το πεσμένο ράσο του, στιγματισμένο με τις μνήμες εκατό ετών.
Δεν της φαινόταν ότι ήταν πολύς καιρός πριν. Μπορούσε να θυμηθεί πολύ καθαρά την τελευταία φορά που είχε δει τον Ταϊρέλ να κολυμπά στην πισίνα. Και υπήρξε ακόμη μια φορά πριν από αυτή - και εκείνη ήταν η πρώτη. Για την ίδια, όχι για τον Ταϊρέλ.
Ο Ταϊρέλ βγήκε στάζοντας από το νερό και δίστασε. Ένιωσε μια ισχυρή ταραχή, λόγω της εσωτερικής του μεταβολής από την ισχυρή βεβαιότητα στην σαστισμένη αμφιβολία. Αλλά ο Μονς ήταν έτοιμος. Προχώρησε και πήρε το χέρι του Ταϊρέλ. Οδήγησε τον Μεσσία προς μια θύρα στον ψηλό τοίχο του μοναστηριού και τον πέρασε μέσα από αυτή. Η Νερίνα νόμισε ότι ο Ταϊρέλ κοίταξε πίσω προς το μέρος της, με την τρυφερότητα που ήταν πάντα εκεί στη βαθιά, υπέροχη ηρεμία του.
Ένας ιερέας πήρε το λεκιασμένο ράσο από τα πόδια της και το απομάκρυνε. Θα το έπλεναν τώρα για να καθαρίσει και θα το τοποθετούσαν πάνω στον βωμό, στη σφαιρική κιβωτό που είχε το σχήμα του μητρικού κόσμου. Το ράσο θα γινόταν και πάλι εκπληκτικά λευκό, οι πτυχώσεις του θα κρέμονταν απαλά γύρω από τη Γη.
Θα καθαριζόταν απόλυτα, όπως θα καθαριζόταν επίσης και ο νους του Ταϊρέλ, ξεπλυμένος από την αποφρακτική εναπόθεση των μνημών που είχε φέρει ένας αιώνας.


Οι ιερείς απομακρύνθηκαν. Η Νερίνα κοίταξε πίσω, πέρα από την ανοιχτή πύλη, προς το διαπεραστικά όμορφο πράσινο του ορεινού λιβαδιού, το ανοιξιάτικο χορτάρι που έφτανε ως τον ήλιο μετά το χιόνι του χειμώνα. 
«Αθάνατη», σκέφτηκε, σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά, νιώθοντας το αιώνιο αίμα, τον ιχώρα των θεών, να τραγουδά σε βαθύ ρυθμό μέσα από το σώμα της. «Ο Ταϊρέλ ήταν αυτός που υπέφερε. Εγώ δεν έχω να πληρώσω κανένα τίμημα γι' αυτό το θαύμα».
Είκοσι αιώνες.
Και ο πρώτος αιώνας πρέπει να ήταν η απόλυτη φρίκη.
Το μυαλό της στροβιλίστηκε απ’ την κρυφή ομίχλη της ιστορίας που είχε γίνει πια μύθος, βλέποντας μόνο μια φευγαλέα εικόνα του ήρεμου Λευκού Χριστού που κινούνταν μέσα από το χάος του βρυχώμενου κακού, όταν η γη μαύρισε, όταν όλα έγιναν πορφυρά από το μίσος και την αγωνία. Ράγκναροκ, Αρμαγεδδών, Ώρα του Αντίχριστου -πριν από δύο χιλιάδες χρόνια!
Βασανισμένος, σταθερός, κήρυκας του λόγου της αγάπης και της ειρήνης, ο Λευκός Μεσσίας περπάτησε σαν φως εν μέσω της κατάβασης της γης στην κόλαση.
Και επέζησε και οι δυνάμεις του κακού κατέστρεψαν τον εαυτό τους και οι κόσμοι βρήκαν πια την ειρήνη -βρήκαν την ειρήνη τόσο καιρό πριν, που η ώρα του Αντίχριστου χάθηκε στη μνήμη, έγινε θρύλος.
Χάθηκε ακόμα και στη μνήμη του Ταϊρέλ. Η Νερίνα ήταν ευτυχής γι' αυτό. Θα ήταν τρομερό να θυμάται. Πάγωσε στη σκέψη του μαρτυρίου που πρέπει να είχε υπομείνει εκείνος.
Τώρα όμως ήταν η Ημέρα του Μεσσία και η Νερίνα, ο μόνος άλλος αθάνατος άνθρωπος που γεννήθηκε ποτέ, κοίταζε με ευλάβεια και αγάπη την κενή πόρτα μέσω της οποίας είχε περάσει ο Ταϊρέλ.
Κοίταξε τη γαλάζια πισίνα. Ένας δροσερός άνεμος τάραζε την επιφάνειά της, ένα σύννεφο κινήθηκε ανάλαφρα περνώντας μπροστά από τον ήλιο, σκιάζοντας όλη τη φωτεινή μέρα.
Θα έπρεπε να περάσουν εβδομήντα χρόνια προτού εκείνη να κολυμπήσει ξανά στην πισίνα. Και όταν θα το έκανε, όταν θα ξυπνούσε, θα έβρισκε τα γαλάζια μάτια του Ταϊρέλ να την παρακολουθούν, το χέρι του να κλείνει απαλά πάνω στο δικό της, ανασηκώνοντάς την για να τον συνοδεύσει στη νιότη που ήταν η άνοιξη, όπου ζούσαν για πάντα.
Τα γκρίζα μάτια της τον κοίταζαν. Το χέρι της άγγιξε το δικό του, καθώς ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ. Αλλά ακόμα δεν είχε ξυπνήσει.
Κοίταξε με άγχος τον Μονς.
Εκείνος ένευσε ενθαρρυντικά.
Ένιωθε την παραμικρή κίνηση στο χέρι της.
Τα βλέφαρά του τρεμούλιασαν. Αργά ανασηκώθηκαν. Η ήρεμη, βαθιά σιγουριά ήταν ακόμα εκεί στα γαλανά μάτια που είχαν δει τόσα πολλά, στο νου που είχε ξεχάσει τόσα πολλά. Ο Ταϊρέλ την κοίταξε για μια στιγμή και μετά χαμογέλασε.
Η Νερίνα είπε τρεμάμενα: «Κάθε φορά που ξυπνάς φοβάμαι ότι θα με έχεις ξεχάσει».
Ο Μονς είπε: «Του δίνουμε πάντοτε πίσω τις αναμνήσεις του για εσένα, Ευλογημένη από το Θεό. Πάντοτε θα το κάνουμε αυτό». Έσκυψε πάνω από τον Ταϊρέλ. «Αθάνατε, ξύπνησες στ’ αλήθεια;»
«Ναι», είπε ο Ταϊρέλ και ώθησε τον εαυτό του σε όρθια θέση, στρέφοντας τα πόδια του με μια γρήγορη και σίγουρη κίνηση πάνω από την άκρη του καναπέ. Στάθηκε όρθιος, κοίταξε γύρω του, είδε το νέο ράσο έτοιμο, κατάλευκο, και το φόρεσε. Τόσο η Νερίνα όσο και ο Μονς είδαν ότι δεν υπήρχε πλέον δισταγμός στις πράξεις του. Πέρα από το αιώνιο σώμα, ο νους του ήταν ξανά νέος και σίγουρος και ασυννέφιαστος.
Ο Μονς γονάτισε, το ίδιο και η Νερίνα. Ο ιερέας είπε μαλακά: «Ευχαριστούμε τον Θεό που επιτράπηκε μια νέα ενσάρκωση. Είθε να κυριαρχήσει η ειρήνη σ’ αυτόν τον κύκλο και σε όλους τους κύκλους πέρα από αυτόν».
Ο Ταϊρέλ σήκωσε τη Νερίνα όρθια. Έσκυψε και σήκωσε και τον Μονς.
«Μονς, Μονς» είπε, σχεδόν σαν να τον επέπληττε. «Κάθε αιώνα με αντιμετωπίζουν όλο και λιγότερο σαν άνθρωπο και όλο και περισσότερο σαν θεό. Αν ήσουν ζωντανός πριν από μερικές εκατοντάδες χρόνια... Καλά, εξακολουθούσαν να προσεύχονται όταν ξυπνούσα, αλλά δεν γονάτιζαν. Είμαι άνθρωπος, Μονς. Μην το ξεχνάτε».  
Ο Μονς είπε: «Εσύ έφερες την ειρήνη στους κόσμους».
«Τότε μπορώ να φάω κάτι σε αντάλλαγμα;»
Ο Μονς υποκλίθηκε και βγήκε έξω. Ο Ταϊρέλ στράφηκε γρήγορα προς τη Νερίνα. Η δυνατή ευγένεια των χεριών του την τράβηξε κοντά του.
«Αν ποτέ δεν ξυπνήσω, κάποια στιγμή...», της είπε, «θα ήσουν η βαρύτερη απώλειά μου απ’ όλες. Δεν ήξερα πόσο μόνος ήμουν μέχρι που βρήκα έναν άλλο αθάνατο».
«Έχουμε στη διάθεσή μας μία εβδομάδα εδώ στο μοναστήρι», του είπε. «Μια εβδομάδα απομόνωσης, πριν πάμε σπίτι. Μου αρέσει να είμαι εδώ μαζί σου περισσότερο από οτιδήποτε».
«Κάνε λίγη υπομονή μερικούς αιώνες ακόμα και θα χάσεις αυτή τη στάση ευσέβειας. Μακάρι να την χάσεις. Η αγάπη είναι καλύτερη -και ποιαν άλλη μπορώ να αγαπήσω μ’ αυτόν τον τρόπο;»
Σκέφτηκε τους αιώνες της μοναξιάς που εκείνος είχε υπομείνει και ολόκληρο το σώμα της πόνεσε από αγάπη και συμπόνια.
Μετά το φιλί, έκανε προς τα πίσω και τον κοίταξε προσεκτικά.
«Έχεις αλλάξει και πάλι», είπε. «Είσαι ακόμα εσύ, αλλά ...»
«Αλλά τι;»
«Είσαι ευγενικότερος, με κάποιο τρόπο».
Ο Ταϊρέλ γέλασε.
«Κάθε φορά ξεπλένουν το μυαλό μου και μου δίνουν μια νέα σειρά αναμνήσεων. Ω, ως επί το πλείστον είναι οι παλιές, αλλά το σύνολο είναι λίγο διαφορετικό. Πάντοτε είναι. Τα πράγματα τώρα είναι πιο ειρηνικά από ό,τι ήταν πριν από έναν αιώνα. Έτσι το μυαλό μου προσαρμόζεται, ώστε να ταιριάζει στις εποχές. Διαφορετικά θα γινόμουν σταδιακά ένας αναχρονισμός». Συνοφρυώθηκε ελαφρά.  «Ποιος είναι αυτός;»
Εκείνη κοίταξε προς την πόρτα.
«Μονς; Όχι. Δεν είναι κανείς».
"Ω, καλά. . . ναι, θα έχουμε στη διάθεσή μας την απομόνωση μιας εβδομάδας. Χρόνο για να σκεφτώ και να αφομοιώσω την αναπροσαρμοσμένη μου προσωπικότητα. Και το παρελθόν...». Δίστασε ξανά.
Είπε: «θα ήθελα να ήμουν γεννημένη νωρίτερα. Θα μπορούσα να ήμουν μαζί σου...»
«Όχι», είπε βιαστικά. «Τουλάχιστον όχι τόσο πολύ πίσω στο παρελθόν».
«Ήταν τόσο κακό;»
Αυτός σήκωσε τους ώμους.
«Δεν ξέρω πόσο αληθινές είναι πια οι αναμνήσεις μου. Χαίρομαι που δεν θυμάμαι περισσότερα από όσα θυμάμαι. Αλλά θυμάμαι αρκετά. Οι θρύλοι είναι σωστοί». Το πρόσωπό του σκιάστηκε με θλίψη. «Οι μεγάλοι πόλεμοι... η κόλαση απελευθερώθηκε. Η κόλαση ήταν παντοδύναμη! Ο Αντίχριστος περπάτησε στον μεσημεριανό ήλιο και οι άνθρωποι φοβόντουσαν αυτό που είναι ψηλά...». Το βλέμμα του υψώθηκε προς την ωχρή χαμηλή οροφή του δωματίου, βλέποντας πέρα απ’ αυτή. «Οι άνθρωποι είχαν μετατραπεί σε κτήνη, σε διαβόλους. Τους μίλησα για την ειρήνη και προσπάθησαν να με σκοτώσουν. Άντεξα. Ήμουν αθάνατος, με τη χάρη του Θεού. Κι όμως θα μπορούσαν να με έχουν σκοτώσει. Είμαι ευάλωτος στα όπλα». Πήρε μια βαθιά, μακρά αναπνοή. «Η αθανασία δεν ήταν αρκετή. Το θέλημα του Θεού με κράτησε ζωντανό, ώστε να μπορώ να συνεχίσω να κηρύττω την ειρήνη μέχρι που σιγά-σιγά τα αρπακτικά ζώα θυμήθηκαν την ψυχή τους και βρήκαν την έξοδο από την κόλαση...»
Ποτέ δεν τον είχε ακούσει να μιλάει έτσι.
Ευγενικά άγγιξε το χέρι του.
Επανήλθε και την κοίταξε.
«Τελείωσε», είπε. «Το παρελθόν είναι νεκρό. Έχουμε το σήμερα».
Από μακριά οι ιερείς έψελναν παιάνα χαράς και ευγνωμοσύνης. 

Το επόμενο απόγευμα τον είδε στο τέλος ενός διαδρόμου να γέρνει πάνω από κάτι κουλουριασμένο και σκοτεινό. Έτρεξε προς τα εμπρός. Ήταν γονατισμένος κάτω, δίπλα από το σώμα ενός ιερέα και όταν η Νερίνα φώναξε, εκείνος ρίγησε και σηκώθηκε με το πρόσωπό του άσπρο και τρομαγμένο.
Κοίταξε προς τα κάτω και το πρόσωπό της επίσης άσπρισε.
Ο ιερέας ήταν νεκρός. Υπήρχαν γαλάζια σημάδια στο λαιμό του και ο λαιμός του ήταν σπασμένος, το κεφάλι του ήταν συνεστραμμένο με τερατώδη τρόπο.
Ο Ταϊρέλ κινήθηκε για να καλύψει το σώμα από το βλέμμα της.
«Πήγαινε και φέρε τον Μονς», είπε αβέβαιος σαν να είχε φτάσει στο τέλος των εκατό χρόνων. «Γρήγορα. Αυτό... Φέρ’ τον».
Ο Μονς ήρθε, κοίταξε το σώμα και στάθηκε έντρομος. Συνάντησε το γαλάζιο βλέμμα του Ταϊρέλ.
«Πόσους αιώνες, Μεσσία;» ρώτησε με ταραγμένη φωνή.
Ο Ταϊρέλ είπε: «Από τότε που υπήρξε βία; Οκτώ αιώνες ή και περισσότερο. Μονς, κανένας - κανένας δεν είναι ικανός γι’ αυτό».
Ο Μονς είπε: «Ναι. Δεν υπάρχει άλλη βία. Έχει εκριζωθεί από το είδος μας». Έπεσε ξαφνικά στα γόνατά του. «Μεσσία, φέρε ξανά την ειρήνη! Ο δράκος αναστήθηκε από το παρελθόν!»
Ο Ταϊρέλ ίσιωσε το κορμί του, μια μορφή ταπεινότητας με το λευκό ράσο του.
Ύψωσε τα μάτια του και προσευχήθηκε.
Η Νερίνα γονάτισε, η φρίκη της έσβησε σιγά-σιγά στην φλεγόμενη δύναμη της προσευχής του Ταϊρέλ.
Ο φήμη διαδόθηκε στο μοναστήρι και επέστρεψε σαν ρίγος από τον γαλάζιο, καθαρό αέρα. Κανείς δεν ήξερε ποιος είχε κλείσει θανάσιμα χέρια γύρω από το λαιμό του ιερέα. Κανείς, κανένας άνθρωπος δεν ήταν πλέον ικανός να σκοτώσει. Όπως είχε πει ο Μονς, η ικανότητα για μίσος, για καταστροφή, είχε εκριζωθεί από το είδος.
Η φήμη δεν διαδόθηκε πέρα από το μοναστήρι.  Η μάχη θα έπρεπε να δοθεί εδώ μυστικά, χωρίς να διαφύγει καμιά υπόνοιά της, μην τυχόν και διαταραχτεί η μακρά ειρήνη των κόσμων.
Κανείς άνθρωπος.
Όμως μια άλλη φήμη φούντωσε: ο Αντίχριστος είχε ξαναγεννηθεί.
Στράφηκαν στον Ταϊρέλ, στον Μεσσία, για παρηγοριά.
«Ειρήνη», είπε, «ειρήνη. Απαντήστε στο κακό με ταπεινότητα, σκύψτε το κεφάλι σας και προσευχηθείτε, θυμηθείτε την αγάπη που έσωσε τον άνθρωπο, όταν η κόλαση είχε αφεθεί ελεύθερη πάνω στους κόσμους δύο χιλιάδες χρόνια πριν».
Τη νύχτα, δίπλα στη Νερίνα, στέναξε στον ύπνο του και απέκρουσε έναν αόρατο εχθρό.
«Διάβολε!», φώναξε και ξύπνησε ανατριχιάζοντας.
Τον κράτησε στα χέρια της, με περήφανη ταπεινότητα, μέχρις ότου κοιμήθηκε πάλι.
Ήρθε μια μέρα μαζί με τον Μονς στο δωμάτιο του Ταϊρέλ, για να του πει για τον νέο τρόμο. Ένας ιερέας είχε βρεθεί νεκρός, σφαγμένος άγρια από κοφτερό μαχαίρι. Άνοιξαν την πόρτα και είδαν τον Ταϊρέλ να τους κοιτά από ένα χαμηλό τραπέζι. Προσευχόταν ενώ παρακολουθούσε, αρρωστημένα συνεπαρμένος, το αιματηρό μαχαίρι που βρισκόταν στο τραπέζι μπροστά του.
«Ταϊρέλ», είπε η Νερίνα και ξαφνικά ο Μονς έβγαλε μια γρήγορη ταραγμένη αναπνοή και γύρισε απότομα. Την έσπρωξε προς τα πίσω, πέρα από το κατώφλι της πόρτας.
«Περίμενε!», της είπε με βίαιη επιτακτικότητα. «Περίμενέ με εδώ!» Πριν μπορέσει εκείνη να μιλήσει, ο Μονς βρέθηκε μέσα από την πόρτα και την έκλεισε. Η Νερίνα άκουσε την πόρτα να κλειδώνει.
Στάθηκε εκεί, χωρίς να σκέφτεται, για πολύ ώρα.
Τότε ο Μονς βγήκε από μέσα και έκλεισε την πόρτα μαλακά πίσω του. Την κοίταξε.
«Είναι εντάξει», είπε. «Αλλά... πρέπει να με ακούσεις τώρα». Έπειτα έμεινε σιωπηλός. 
Προσπάθησε ξανά.
«Ευλογημένη από το Θεό». Και πάλι έβγαλε αυτή τη δύσκολη αναπνοή. «Νερίνα. Εγώ...». Γέλασε περίεργα. «Είναι παράξενο. Δεν μπορώ να μιλήσω, εκτός αν σε αποκαλέσω Νερίνα».
«Τι συμβαίνει; Άφησέ με να πάω στον Ταϊρέλ!»
«Όχι, όχι. Θα είναι εντάξει. Νερίνα, είναι άρρωστος».
Έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Άκουσε τη φωνή του, αβέβαιη, αλλά ισχυρότερη. «Αυτές τις δολοφονίες. Ο Ταϊρέλ τις διέπραξε».
«Τώρα λες ψέματα», είπε. «Αυτό είναι ψέμα!»
Ο Μονς είπε σχεδόν απότομα: «Άνοιξε τα μάτια σου. Άκουσέ με. Ο Ταϊρέλ είναι άνθρωπος. Ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος, ένας πολύ καλός άνθρωπος, αλλά όχι θεός. Είναι αθάνατος. Εκτός κι αν τον σκοτώσουν, θα ζήσει για πάντα -όπως κι εσύ. Έχει ήδη ζήσει περισσότερο από είκοσι αιώνες».
«Γιατί μου τα λες αυτά; Τα ξέρω!»
Ο Μονς είπε: «Πρέπει να βοηθήσεις, πρέπει να καταλάβεις. Η αθανασία είναι ένα τυχαίο γεγονός των γονιδίων. Μια μετάλλαξη. Μια φορά στα χίλια χρόνια, ίσως, ή στα δέκα χιλιάδες, ένας άνθρωπος γεννιέται αθάνατος. Το σώμα του ανανεώνει τον εαυτό του, δεν γερνάει. Ούτε το μυαλό του. Αλλά γερνάει ο νους του...»
Η Νερίνα είπε απελπισμένη, «ο Ταϊρέλ κολύμπησε την πισίνα της αναγέννησης μόλις τρεις μέρες πριν. Θα χρειαστεί ένας αιώνας για να γεράσει πάλι ο νους του. Μήπως… μήπως πεθαίνει;»
«Όχι, όχι. Νερίνα, η πισίνα της αναγέννησης είναι μόνο ένα σύμβολο. Το ξέρεις».
«Ναι. Η πραγματική αναγέννηση έρχεται αργότερα, όταν μας βάζετε σ’ εκείνο το μηχάνημα. Το θυμάμαι».
Ο Μονς είπε: «Η μηχανή. Εάν δεν χρησιμοποιούνταν κάθε αιώνα, εσύ και ο Ταϊρέλ θα είχατε γίνει ξεμωραμένοι και αβοήθητοι εδώ και πολύ καιρό. Ο νους δεν είναι αθάνατος, Νερίνα. Μετά από λίγο δεν μπορεί να φέρει το βάρος της γνώσης, της μάθησης, των συνηθειών. Χάνει την ευελιξία του, θολώνει με σκληρά γηρατειά. Το μηχάνημα καθαρίζει το μυαλό, Νερίνα, όπως μπορούμε να καθαρίσουμε έναν υπολογιστή από τις μονάδες μνήμης του. Στη συνέχεια αποκαθιστούμε κάποιες αναμνήσεις, όχι όλες, βάζουμε τις απαραίτητες αναμνήσεις σε έναν φρέσκο, καθαρό νου, ώστε να μπορεί να μεγαλώσει και να μάθει για άλλα εκατό χρόνια».
«Αλλά τα ξέρω όλα αυτά...»
«Αυτές οι νέες μνήμες αποτελούν μια νέα προσωπικότητα, Νερίνα».
«Μια νέα προσωπικότητα; Αλλά ο Ταϊρέλ είναι ακόμα ο ίδιος».
«Όχι εντελώς. Κάθε αιώνα αλλάζει λίγο, καθώς η ζωή βελτιώνεται, καθώς οι κόσμοι γίνονται πιο ευτυχισμένοι. Κάθε αιώνα ο νέος νους, η φρέσκια προσωπικότητα του Ταϊρέλ είναι διαφορετική -περισσότερο σε συμφωνία με τον νέο αιώνα παρά μ’ εκείνον που μόλις πέρασε. Έχεις κι εσύ ξαναγεννηθεί στο νου τρεις φορές, Νερίνα. Δεν είσαι η ίδια όπως ήσουν την πρώτη φορά. Αλλά δεν μπορείς να το θυμηθείς αυτό. Δεν έχεις όλες τις παλιές αναμνήσεις που κάποτε είχες».
«Αλλά, αλλά τι...»
Ο Μονς είπε: «Δεν ξέρω. Μίλησα με τον Ταϊρέλ. Νομίζω ότι αυτό είναι που συνέβη. Κάθε αιώνα, όταν το μυαλό του Ταϊρέλ καθαριζόταν -σβηνόταν- άφηνε έναν αδειανό νου και χτίζαμε πάνω του έναν νέο Ταϊρέλ. Δεν άλλαζε πολύ. Μόνο λίγο, κάθε φορά. Αλλά περισσότερες από είκοσι φορές; Το μυαλό του πρέπει να ήταν πολύ διαφορετικό είκοσι αιώνες πριν. Και…»
«Πόσο διαφορετικό;»
«Δεν γνωρίζω. Υποθέταμε ότι όταν ο νους διαγραφόταν, το πρότυπο της προσωπικότητας εξαφανιζόταν. Τώρα πια πιστεύω ότι δεν εξαφανιζόταν. Ήταν θαμμένο. Κατεσταλμένο και βυθισμένο τόσο πολύ μέσα στο νου που δεν μπορούσε να αναδυθεί. Έγινε ασυνείδητο. Αυτό συνέβαινε αιώνα μετά τον αιώνα. Και τώρα περισσότερες από είκοσι προσωπικότητες του Ταϊρέλ είναι θαμμένες στο μυαλό του, μια πολλαπλή προσωπικότητα που δεν μπορεί πλέον να παραμείνει σε ισορροπία. Από τους τάφους μέσα στο μυαλό του συνέβη μια ανάσταση». 
«Ο Λευκός Χριστός δεν ήταν ποτέ δολοφόνος!»
«Όχι. Στην πραγματικότητα, ακόμα και η πρώτη του προσωπικότητα, πριν από είκοσι αιώνες, πρέπει να ήταν πολύ σπουδαία και καλή για να φέρει την ειρήνη στους κόσμους -σ’ εκείνη την εποχή του Αντίχριστου. Αλλά μερικές φορές, στον τάφο του νου, μπορεί να συμβεί κάποια αλλαγή. Αυτές οι θαμμένες προσωπικότητες, μερικές από αυτές, μπορεί να έχουν αλλάξει σε κάτι λιγότερο καλό από ό,τι ήταν αρχικά. Και τώρα έχουν ελευθερωθεί».
Η Νερίνα γύρισε προς την πόρτα.
Ο Μονς είπε: «Πρέπει να είμαστε πολύ σίγουροι. Αλλά μπορούμε να σώσουμε τον Μεσσία. Μπορούμε να καθαρίσουμε τον εγκέφαλό του, να ψάξουμε βαθιά, να εκριζώσουμε τη βαθιά ρίζα του κακού πνεύματος. . . Μπορούμε να τον σώσουμε και να τον κάνουμε και πάλι ακέραιο. Πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως. Νερίνα, προσευχήσου γι’ αυτόν».
Την κοίταξε για ώρα με προβληματισμένο βλέμμα, γύρισε και έφυγε γρήγορα κατά μήκος του διαδρόμου. Η Νερίνα περίμενε, ούτε καν σκεφτόταν. Μετά από λίγο άκουσε ένα ελαφρύ ήχο. Στο ένα άκρο του διαδρόμου υπήρχαν δύο ιερείς που στέκονταν ακίνητοι, στο άλλο άκρο ήταν δύο άλλοι.
Άνοιξε την πόρτα και πήγε μέσα στον Ταϊρέλ.
Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν το αιματοβαμμένο μαχαίρι στο τραπέζι. Έπειτα είδε τη σκοτεινή σιλουέτα στο παράθυρο, με φόντο την οδυνηρή ένταση του γαλάζιου ουρανού.
«Ταϊρέλ», είπε διστακτικά.
Γύρισε. «Νερίνα. Ω, Νερίνα!»
Η φωνή του ήταν ακόμα ευγενική, με αυτή τη βαθιά δύναμη της ηρεμίας.
Πήγε γρήγορα στην αγκαλιά του.
«Προσευχόμουν», είπε, σκύβοντας το κεφάλι του για να ξεκουραστεί στον ώμο της. «Ο Μονς μου τα είπε όλα... Προσευχόμουν. Τι έκανα!»
«Εσύ είσαι ο Μεσσίας», είπε σταθερά. «Σώζεις τον κόσμο από το κακό και τον Αντίχριστο. Το έχεις κάνει αυτό».
«Αλλά τα υπόλοιπα; Αυτός ο διάβολος στο μυαλό μου! Αυτός ο σπόρος που έχει αναπτυχθεί εκεί, κρυμμένος από το ηλιόφως του Θεού - σε τι έχει αναπτυχθεί; Λένε ότι σκότωσα!»
Μετά από μια μακρά παύση εκείνη ψιθύρισε: «Το έκανες;»
«Όχι», είπε με απόλυτη σιγουριά. «Πώς θα μπορούσα; Εγώ που έζησα με αγάπη περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια δεν θα μπορούσα να βλάψω ένα ζωντανό ον».
«Το ήξερα αυτό», είπε. «Εσύ είσαι ο Λευκός Χριστός».
«Ο Λευκός Χριστός», είπε απαλά. «Δεν ήθελα κανένα τέτοιο όνομα. Είμαι μόνο ένας άνθρωπος, Νερίνα. Δεν ήμουν ποτέ κάτι περισσότερο από αυτό. Αλλά. . . κάτι με έσωσε, κάτι με κράτησε ζωντανό μέσα από την ώρα του Αντίχριστου. Ήταν ο Θεός. Ήταν το χέρι Του. Ο Θεός ας με βοηθήσει και τώρα».
Τον κράτησε σφιχτά και κοίταξε πέρα από αυτόν μέσα από το παράθυρο, τον φωτεινό ουρανό, το πράσινο λιβάδι, τα ψηλά βουνά με τα σύννεφα να κυκλώνουν τις κορυφές τους. Ο Θεός ήταν εδώ, όπως ήταν πέρα από το γαλάζιο, σε όλους τους κόσμους και τα κενά ανάμεσά τους, και ο Θεός σήμαινε ειρήνη και αγάπη.
«Θα σε βοηθήσει», είπε σταθερά. «Περπάτησε μαζί σου πριν από δυο χιλιάδες χρόνια. Δεν έχει εξαφανιστεί».
«Ναι», ψιθύρισε ο Ταϊρέλ. «Ο Μονς πρέπει να κάνει λάθος. Θυμάμαι πώς ήταν τότε. Οι άνθρωποι σαν θηρία. Ο ουρανός να καίει φωτιά. Υπήρχε αίμα... υπήρχε αίμα. Περισσότερα από εκατό χρόνια αίματος που έρρεαν από τους θηριώδεις ανθρώπους, καθώς πολεμούσαν».
Η Νερίνα ένιωσε την ξαφνική ακαμψία μέσα του, ένα δριμύ τρέμουλο, μια νέα αιχμηρή ένταση.
Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε μέσα στα μάτια της.
Εκείνη σκέφτηκε τον πάγο και τη φωτιά, γαλάζιο πάγο, γαλάζια φωτιά. 
«Οι μεγάλοι πόλεμοι», είπε, με τη φωνή του σκληρή, οξειδωμένη.
Στη συνέχεια έβαλε το χέρι του πάνω στα μάτια του.
«Χριστός!» Η λέξη σαν να εξερράγη από τον σφιγμένο λαιμό του. «Ο Θεός, ο Θεός -»
«Ταϊρέλ!», φώναξε το όνομά του.
«Πίσω!», έκρωξε, κι εκείνη απομακρύνθηκε απότομα -όμως δεν μιλούσε σ’ εκείνη. «Πίσω, διάβολε!» Άδραξε το κεφάλι του, τρίβοντάς το ανάμεσα στις παλάμες του, σκύβοντας μέχρι που μισοζάρωσε μπροστά της.
«Ταϊρέλ!» έκλαψε. «Μεσσία! Είσαι ο Λευκός Χριστός...»
Το σκυμμένο του σώμα ορθώθηκε. Κοίταξε το νέο του πρόσωπο και ένιωσε απύθμενο τρόμο και απέχθεια.
Ο Ταϊρέλ στάθηκε και την κοίταζε. Τότε, αποτρόπαια, της έκανε μια επιδεικτική, χλευαστική υπόκλιση.
Ένιωσε την άκρη του τραπεζιού πίσω της. Αναπήδησε προς τα πίσω και άγγιξε το βαρύ πάχος του ξεραμένου αίματος στη λεπίδα του μαχαιριού. Ήταν κομμάτι του εφιάλτη. Μετακίνησε το χέρι της προς τη λαβή, γνωρίζοντας ότι θα μπορούσε να πεθάνει από το ατσάλι, αφήνοντας τη σκέψη της να στοχαστεί τη λαμπερή αιχμή του ατσαλιού να καρφώνεται στο στήθος της.
Η φωνή που άκουσε ήταν χρωματισμένη με γέλιο.
«Είναι αιχμηρό;», τη ρώτησε. «Είναι ακόμα αιχμηρό, αγάπη μου; Ή μήπως το στόμωσα πάνω στον ιερέα;  Θα το χρησιμοποιήσεις σ’ εμένα; Θα προσπαθήσεις; Άλλες γυναίκες το δοκίμασαν!»
Παχύ γέλιο έπνιγε το λαιμό του.
«Μεσσία», ψιθύρισε εκείνη.
«Μεσσίας!», την κορόιδεψε. «Λευκός Χριστός! Πρίγκιπας της Ειρήνης! Φέρνοντας τον λόγο της αγάπης, περπατώντας άβλαβος μέσα από τους πιο αιματηρούς πολέμους που κατέστρεψαν ποτέ έναν κόσμο! Ω ναι, ένας θρύλος, αγάπη μου, παραπάνω από είκοσι αιώνες παλιός. Και ένα ψέμα. Έχουν ξεχάσει! Έχουν ξεχάσει όλοι πώς ήταν πραγματικά τότε!»
Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κουνήσει το κεφάλι της σε μια απέλπιδα άρνηση.
«Ω ναι!», είπε. «Δεν ήσουν τότε ζωντανή. Κανείς δεν ήταν. Εκτός από μένα, τον Ταϊρέλ. Σφαγή! Επέζησα. Αλλά όχι κηρύσσοντας την ειρήνη. Ξέρεις τι συνέβη σε όσους κήρυξαν την αγάπη; Πέθαναν! Αλλά εγώ δεν πέθανα. Επέζησα, αλλά όχι με το κήρυγμα».
Κορδώθηκε γελώντας.
«Ταϊρέλ ο Χασάπης», φώναξε. «Ήμουν ο πιο αιμοδιψής απ’ όλους. Το μόνο που μπορούσαν να καταλάβουν ήταν ο φόβος. Και τότε δεν φοβόντουσαν εύκολα -όχι οι άνθρωποι που ήταν σαν θηρία. Αλλά φοβήθηκαν εμένα». 
Ύψωσε τα κυρτωμένα του χέρια, ενώ οι μύες του τεντώθηκαν σε μια έκσταση φρικαλέας μνήμης.
«Ο Κόκκινος Χριστός», είπε. «Θα μπορούσαν να με είχαν αποκαλέσει έτσι. Αλλά δεν το έκαναν. Όχι αφότου απέδειξα ό,τι έπρεπε να αποδείξω. Είχαν τότε ένα όνομα για μένα. Ήξεραν το όνομά μου. Και τώρα...». Της χαμογέλασε. «Τώρα που οι κόσμοι βρίσκονται σε ειρήνη, τώρα λατρεύομαι σαν Μεσσίας. Τι μπορεί να κάνει ο Ταϊρέλ ο Χασάπης σήμερα;»
Το γέλιο του βγήκε αργό, φρικτό και αυτάρεσκο.
Έκανε τρία βήματα και κλείδωσε τα χέρια του γύρω της. Η σάρκα της συρρικνώθηκε από τη λαβή αυτού του κακού.
Και τότε, ξαφνικά, παράξενα, ένιωσε το κακό να τον αφήνει. Τα σκληρά χέρια ρίγησαν, αποσύρθηκαν και στη συνέχεια σφίχτηκαν πάλι, με ξέφρενη τρυφερότητα, ενώ έσκυψε το κεφάλι και εκείνη ένιωσε μια ξαφνική θερμότητα από δάκρυα.
Ο Ταϊρέλ δεν μπορούσε να μιλήσει για λίγο. Κρύο σαν πέτρα, τον κρατούσε. 
Με κάποιο τρόπο καθόταν σε έναν καναπέ και εκείνος γονάτιζε μπροστά της, με το πρόσωπό του θαμμένο στην αγκαλιά της.
Δεν μπορούσε να καταλάβει πολλά από τα πνιχτά του λόγια.
«Θυμάμαι... Θυμάμαι... τις παλιές μνήμες. Δεν μπορώ να το αντέξω, δεν μπορώ να κοιτάξω πίσω, ή μπροστά ... είχαν ένα όνομα για μένα. Θυμάμαι τώρα».
Έβαλε το ένα χέρι της στο κεφάλι του. Τα μαλλιά του ήταν κρύα και υγρά.
«Με αποκαλούσαν Αντίχριστο!»
Σήκωσε το πρόσωπό του και την κοίταξε.
«Βοήθησέ με!», φώναξε με αγωνία. «Βοήθησέ με, βοήθησέ με!». Στη συνέχεια έσκυψε το κεφάλι του και πάλι και πίεσε τις γροθιές του στους κροτάφους του, μουρμουρίζοντας δίχως λόγια.
Η Νερίνα θυμήθηκε τι βρισκόταν στο δεξί της χέρι, σήκωσε το μαχαίρι και το κατέβασε όσο πιο δυνατά μπορούσε, για να του δώσει τη βοήθεια που χρειαζόταν.
Στάθηκε στο παράθυρο, με την πλάτη της στο δωμάτιο και τον νεκρό αθάνατο.
Περίμενε να επιστρέψει ο ιερέας Moνς. Θα ήξερε τι να κάνει στη συνέχεια. Πιθανόν το μυστικό θα έπρεπε να κρατηθεί με κάποιο τρόπο.
Δεν θα την έβλαπταν, το ήξερε αυτό. Ο σεβασμός που περιέβαλλε τον Ταϊρέλ την περιέκλειε κι εκείνη. Θα συνέχιζε να ζει, ο μόνος αθάνατος τώρα, γεννημένη σε μια εποχή ειρήνης, ζώντας για πάντα και μόνη στους κόσμους της ειρήνης. Κάποια μέρα, κάποια στιγμή, ένας άλλος αθάνατος μπορεί να γεννιόταν, αλλά δεν ήθελε να το σκεφτεί αυτό τώρα. Μπορούσε να σκεφτεί μόνο τον Ταϊρέλ και τη μοναξιά της.
Κοίταξε μέσα από το παράθυρο το λαμπερό γαλάζιο και πράσινο, την αγνή ημέρα του Θεού, καθαρή τώρα από την τελευταία κόκκινη κηλίδα του αιματηρού παρελθόντος του ανθρώπου. Ήξερε ότι ο Ταϊρέλ θα ήταν ευτυχισμένος, αν μπορούσε να δει αυτή την καθαρότητα, αυτή την αγνότητα που θα μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα. Η ίδια θα την έβλεπε να συνεχίζεται. Ήταν μέρος της, όπως δεν υπήρξε ο Ταϊρέλ. Και ακόμη και στη μοναξιά που ήδη ένιωθε, υπήρχε με κάποιο τρόπο μια αίσθηση αναπλήρωσης. Ήταν αφιερωμένη στους αιώνες του ανθρώπου που επρόκειτο να έρθουν.
Έφτασε πέρα από τη θλίψη και την αγάπη της. Από μακριά μπορούσε να ακούσει την σοβαρή ψαλμωδία των ιερέων. Ήταν μέρος της δικαιοσύνης που είχε έρθει στους κόσμους τώρα, επιτέλους, μετά από το μακρύ και αιματηρό μονοπάτι προς το νέο Γολγοθά. Αλλά ήταν ο τελευταίος Γολγοθάς, και θα προχωρούσε τώρα όπως έπρεπε, αφιερωμένη και σίγουρη.
Αθάνατη.
Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε σταθερά το γαλάζιο. Θα ανέμενε με χαρά το μέλλον. Το παρελθόν είχε ξεχαστεί. Και το παρελθόν, γι’ αυτήν, δεν σήμαινε αιματηρή κληρονομιά, κάποια βαθιά φθορά που θα δούλευε αόρατη στη μαύρη κόλαση της αβύσσου του μυαλού μέχρις ότου ο τερατώδης σπόρος υψωθεί για να καταστρέψει την ειρήνη του Θεού και την αγάπη.
Εντελώς ξαφνικά θυμήθηκε ότι είχε διαπράξει φόνο. Το χέρι της σκίρτησε ξανά με τη βία του χτυπήματος, ερεθίστηκε με την εκτόξευση του χυμένου αίματος.
Πολύ γρήγορα έκλεισε τις σκέψεις της ενάντια στη μνήμη. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό, πιέζοντας δυνατά την κλειστή πύλη του μυαλού της ωσάν η επίθεση να σφυροκοπούσε ήδη τα εύθραυστα μάνταλα.

[Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2017]

Σχόλια