Νεκρή θάλασσα του Κρόνου, Μακρόβιοι, Κιμμέριοι, Ερμιονείς: η μυστηριώδης ανθρωπογεωγραφία του Βόρειου Ωκεανού στα Αργοναυτικά των Ορφικών



            Φτάνοντας στη βόρεια εκβολή του Τάναη οι Αργοναύτες ανοίγονται αμέσως στο μέρος του Ωκεανού με το όνομα «Κρόνιος Πόντος» ή «θάλασσα του Κρόνου» ή «νεκρή θάλασσα» (1081) ή ακόμη «παγωμένη θάλασσα» ή «νωθρή». H παντελής έλλειψη ανέμου δεν επιτρέπει τη χρήση των ιστίων (1102-1104, 1129). Τα κουπιά δεν επαρκούν, επειδή τα νερά είναι αβαθή (τέναγος, στ. 1094). Άλλα κείμενα είναι πιο εύγλωττα για το Bόρειο Ωκεανό: είναι γεμάτος φύκια (Αβιηνός, Ora marit. 122-124) ή τα νερά του είναι πηχτά όπως μια μέδουσα (Στράβων 2.4.1). Οι Αργοναύτες αναγκάζονται να ρυμουλκήσουν το πλοίο όπως σε άλλες παραδόσεις αναγκάζονται να το σύρουν στην άμμο της Λιβύης ή από τον Τάναη να το μεταφέρουν σε κάποιο άλλο ποτάμι. Ο βόρειος Ωκεανός εκτείνεται ως ένα ακρωτήριο (1129), στο οποίο μπορεί να αναγνωρίσει κανείς το promunturium (ακρωτήριο) Rusbeas του Πλινίου (ΗN 4.95, 2.167). Πρόκειται πιθανώς για το ακρωτήριο Skagens στο βόρειο άκρο της Δανίας. Από εδώ αρχίζει ο Ατλαντικός (1169), στον οποίο ο άνεμος ξεκινά πάλι να φυσά και να επιτρέπει τη ναυσιπλοΐα.
            Ο βόρειος περίπλους αποτελείται από 4 στάδια: οι Υπερβόρειοι, στην εκβολή του Τάναη, απλά μνημονεύονται (1077, 1082). Είναι οι δυτικοί γείτονές τους, οι Μακρόβιοι, οι οποίοι εμφανίζουν τις ιδιότητες που συνήθως αποδίδονταν στους Υπερβόρειους: σοφία, ευδαιμονία, μακροβιότητα (1105-1118). Το όνομά τους το φέρουν συνήθως οι Αιθίοπες ή οι Ινδοί, αλλά ο Ευστάθιος το αποδίδει και στους Υπερβόρειους (σχ. στο Διον. Περ. 558). Στη συνέχεια ακολουθούν οι Κιμμέριοι (1119-1127), τους οποίους οι αρχαίοι γεωγράφοι τοποθετούσαν συνήθως στη Σκυθία. Ωστόσο ο ποιητής μας ακολουθεί εδώ τον Όμηρο (Οδ. λ 13-19 και τα αρχαία σχόλια ad loc. Πβ. Στράβων 1.2.9) καθώς και όσους ταύτιζαν τους Κιμμέριους με τους Κίμβρους (Στράβων 7.2.2, Διόδ. Σικ. 5.32.4). Η περιοχή τους στερείται μόνιμα τον ήλιο και ανατολικά ορίζεται από τα Ριπαία, δυτικά από τις Άλπεις και νότια από τη Φλέγρα. Οι Άλπεις αντιμετωπίζονται εδώ περίπου ως προέκταση των Ριπαίων. Η αναφορά στη Φλέγρα αντίθετα εκπλήσσει. Είναι ο τόπος στον οποίο τελειώνει η μάχη των θεών με τους Γίγαντες και ταυτίζεται συνήθως με την Παλλήνη της Χαλκιδικής (Ηρόδ. 7.123 (πιθανώς ακολουθώντας τον Εκαταίο το Μιλήσιο), Πλίνιος, ΗΝ 4.36). Ωστόσο υπάρχουν παραδόσεις που τοποθετούν τη Γιγαντομαχία έξω από τον κατοικημένο κόσμο, στις ακτές του Ωκεανού: αυτό υποδεικνύει ο Καλλίμαχος (Ύμν. 5.7-12), αλλά και η ιστορία ότι η Γαία γέννησε τη Γοργόνα κατά τη διάρκεια της μάχης (Ευρ., Ίων 989), αφού οι Γοργόνες ζούσαν στις ακτές του Ωκεανού. Ίσως τα Αργοναυτικά διασώζουν ίχνη αυτής της παράδοσης, μολονότι η Φλέγρα εδώ είναι ένα ψηλό βουνό, ενώ συνήθως θεωρείται ως πεδιάδα.


            Στην Οδύσσεια η κατοικία του Άδη και τα ποτάμια του βρίσκονται στη χώρα των Κιμμερίων (κ 508-515, λ 13-22). Ομοίως στο ποίημά μας η χώρα των νεκρών έπεται της χώρας των Κιμμερίων. Αναγνωρίζεται ο Αχέροντας, ο οποίος ρέει μέσα από παγωμένους τόπους, και μια μαύρη λίμνη, στην οποία χύνεται (ίσως η Στύγα ή η Αχερουσία). Υπάρχουν δέντρα που είναι πάντα καρπισμένα (1130-1135). Σ’ αυτό το πλαίσιο μνημονεύεται η Ερμιόνεια, η οποία κατοικείται από τους πιο δίκαιους ανθρώπους που απολαμβάνουν ιδιαίτερα δώρα σε σχέση με το θάνατό τους (1136-1142). Αυτή η πόλη, η οποία υποκαθιστά την ανώνυμη πόλη των Κιμμερίων της Οδύσσειας (κ 14), δεν αποτελεί παρά ένα αντίγραφο της Ερμιόνης στην Αργολίδα: η τελευταία είναι επίσης κοντά σε ένα στόμιο που οδηγεί στον Κάτω Κόσμο, σε μια Αχερουσία λίμνη και ένα ποτάμι, το Χρυσορόα, που αντιστοιχεί στον χρυσορόαν Αχέροντα των Αργοναυτικών (Παυσ. 2.31.10, 2.35.10). Οι κάτοικοί της ομοίως δεν πληρώνουν οβολό στο Χάροντα (Καλλίμ. απ. 278 Pfeiffer, Στράβων 8.6.12, σχόλιο του Ευστ. στην Ιλ. Β 560). Η μεταφορά της Ερμιόνης στις ακτές του Ωκεανού διευκολύνεται από την παρουσία της φυλής των Ερμιόνων στη Γερμανία.[1]

1105    Όταν έφθασε η έκτη Αυγή η φωτοδότρα,                        
σ’ εύπορο έθνος φθάσαμε και με μεγάλο πλούτο,               
των Μακρόβιων· στ’ αλήθεια ζουν αυτοί χρόνια πολλά,     
αιώνες δώδεκα που μετρούν από χίλιους μήνες,              
σε πλήρη νιότη, χωρίς δεινά καθόλου να έχουν·[2]
1110 μα σαν τον πεπρωμένο μήνα τους τον συμπληρώσουν,
μ’ έναν ύπνο ολόγλυκο τη ζωή τους τελειώνουν.
Δε νοιάζονται για τη ζωή, τα έργα των ανθρώπων·
μέσα σε τόπους χλοερούς τροφές νόστιμες έχουν,
απ’ την αθάνατη δροσιά θεϊκό ποτό παίρνουν,[3]
1115 όλοι μαζί λάμποντας την ίδια εράσμια νιότη.
Γλυκιά Γαλήνη[4] πάντοτε με νεύμα των φρυδιών της
παρακινεί παιδιά, γονείς στα ταιριαστά τα έργα,
σε λόγια σύνεσης, με του μυαλού τη φρονιμάδα.
Όλους τους προσπερνούσαμε, περνώντας με τα πόδια
1120 απ’ την ακτή τους, φτάσαμε στων Κιμμέριων τη χώρα
ρυμουλκώντας το γοργό πλοίο· μόνοι αυτοί στερούνται
το φως του ήλιου, που φωτιά στο δρόμο του σκορπάει.
Γιατί το ύψωμα Κάλπιο[5] και το βουνό Ριπαίο
εμποδίζουν να ανατείλει ο ήλιος· πελώρια
1125 η Φλέγρα του μεσημεριού σκιάζει τον αέρα·  
πάλι το φως του δειλινού απ’ τους εκεί το κρύβουν
οι υψηλόκορφες Άλπεις και έχουν πάντα ομίχλες.
Ξεκινώντας από εδώ με βιαστικά ποδάρια
φτάσαμε σε καμπή τραχιά, σ’ ακτή χωρίς ανέμους.
1130 Κει αναβλύζει ποταμός με τους βαθείς στροβίλους,
ο Αχέροντας με χρυσή ροή, κρύα γη περνώντας·
χύνει ασημένια νερά·[6] τα παίρνει μαύρη λίμνη·
πάταγο μεγάλο κάνουν στου ποταμού τις όχθες
δέντρα ψηλά και θαλερά και αδιάκοπα πάντα[7]
1135 είναι γεμάτα με καρπούς και νύχτα και ημέρα.[8]
Η χαμηλή Ερμιόνη με τους βοσκότοπούς της
με τείχη περιβάλλεται σε καλόχτιστους δρόμους.
Άνθρωποι πολύ δίκαιοι ζουν μέσα σ’ εκείνη·[9]
όταν πεθάνουν κάποτε, πορθμεία δεν πληρώνουν
1140 και στον Αχέροντα περνούν οι ψυχές τους εξάλλου
με μια βαρκούλα βαθουλή·[10]κοντά στην πόλη είναι
πύλες του Άδη άρρηκτες, το πλήθος των Oνείρων.[11]
Πηγαίνοντας στις πόλεις τους, στα σπίτια των ανθρώπων  
κακή μοίρα πληρώσαμε από δικό μας λάθος.




[1] Pomp. Mela 3.32, Πλίνιος, ΗΝ 4.100, Τάκιτος, Germ. 2. Βλ. επίσης Κλαυδιανός, In Ruf. 1.123-128, όπου η ομηρική χώρα των νεκρών τοποθετείται στην ακτή του Ωκεανού και στα όρια της Γαλατίας. Ανάλογες παραδόσεις ταυτίζουν τα νησιά των Μακάρων με τη Βρετανία (Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων 4.620 a-b, 624 b, σχ. Τζέτζη στο Λυκόφρ. 1200).
[2] Ο ποιητής μας αποδίδει στους Μακρόβιους την ευτυχία, τη φρόνηση και τη μακροβιότητα που συνήθως αποδίδεται στους Υπερβόρειους. Πβ. Πίνδ., Πυθ. 10.37-44, Πλίνιος, ΗΝ 4.89. Σύμφωνα με ορισμένους ζούσαν χίλια χρόνια. Βλ. Στράβων 15.1.57, ο οποίος έχει ως πηγές το Σιμωνίδη και τον Πίνδαρο. Η αινιγματική έκφραση δώδεκα χιλιάδας μηνῶν ἑκατονταετήρους αποδίδεται ελεύθερα στη μετάφραση ως «δώδεκα αιώνες που μετρούν από χιλίους μήνες»,  δηλαδή δώδεκα χιλιάδες μήνες. Δώδεκα χιλιάδες σεληνιακοί μήνες των 28 ημερών (=348.000 μέρες) ισοδυναμούν περίπου με χίλια ηλιακά χρόνια (365.000 μέρες).  
[3] Η δροσιά αποτελεί τροφή της αθανασίας. Πβ. Καλλίμαχος απ. 1.33-34 Pfeiffer
[4] Η Γαλήνη είναι για την ακρίβεια μια Νηρηίδα που συμβολίζει την ηρεμία της θάλασσας κατά την έλλειψη ανέμων. Εδώ παίρνει μια σημασία σχεδόν ηθική και ισοδυναμεί με την Ειρήνη ή την Ησυχία. Ωστόσο μπορούμε να σημειώσουμε το παίγνιο που κρύβει η χρήση της λέξης: η λέξη διατηρεί κάτι από την αρχική της σημασία, αφού στο Βόρειο Ωκεανό δε φυσούν οι άνεμοι.
[5] Αυτός ο Κάλπιος αὐχὴν μπορεί ίσως να ταυτιστεί με τα Καρπάθια. Εναλλακτικά μπορεί να συνδέεται με το λαό των Καρπιανών ή τους Καρπίδες που κατοικούσαν στην ευρωπαϊκή Σαρματία. Ο ανώνυμος συγγραφέας του περίπλου του Ευξείνου Πόντου τους τοποθετούσε, στηριγμένος στον Έφορο, βόρεια του Δούναβη, κοντά στο στόμιό του. Ο Πτολεμαίος πάλι τους εντόπιζε βόρεια των Καρπαθίων, γεγονός που συμφωνεί περισσότερο με τις αναφορές των ιστορικών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία είχε συγκρουστεί αρκετές φορές μαζί τους. Βλ. Πτολ., Γεωγρ. 3.5.10, Ανωνύμου, Περ. Ευξ. Π. 49, Ευτρόπιος 9.25, Ζώσιμος 1.20, 27 κ.α.
[6]  Μπορούμε να παραβάλουμε τον ποταμό Χρυσορόα, ο οποίος ρέει πλάι σε μια άλλη Ερμιόνη στην Αργολίδα (Παυσ. 2.31.10) και τον ποταμό Πλούτωνα που κατεβάζει χρυσό (χρυσόρρυτον) στη χώρα των Αριμασπών (Αισχ., Προμ. 805 κ.εξ.). Εδώ το επίθετο δεν υπονοεί ότι πραγματικά ο ποταμός Αχέρων κατεβάζει χρυσό, αλλά φαίνεται να έχει μια σημασία γονιμότητας, όπως διακρίνεται και στους επόμενους στίχους. Έτσι δεν υπάρχει αντίφαση με το ἀργυροειδὲς ὕδωρ («ασημένια νερά») που χύνει.
[7] Παρά την έλλειψη ανέμων (1129) τα δέντρα στη χώρα των νεκρών θορυβούν με πάταγο όπως και στην Αβέρνη του Βεργίλιου (Aen. 3.442). O ίδιος θόρυβος κυριαρχεί και γύρω από τον Αχέροντα κοντά στην Ηράκλεια του Πόντου (Απολλώνιος 2.740-745). Βλ. ήδη στον Όμηρο κ 515.  
[8] Αν και η περιοχή είναι παγωμένη, εντούτοις τα δέντρα θάλλουν αδιάκοπα με καρπούς, μολονότι τα δέντρα των ομηρικών Κιμμερίων δεν παράγουν παρά άγονους καρπούς ή ανίκανους να ωριμάσουν (κ 510). Αυτή η λεπτομέρεια ταιριάζει με όσα ο Θεόπομπος ο Χίος (=Αιλιανός, Ποικ. Ιστ. 3.18) αναφέρει στην περιγραφή της ουτοπικής χώρα των Μερόπων: οι δύο ποταμοί που ρέουν στη «Χώρα από όπου δεν έχει επιστροφή» (Άνοστος) στεφανώνονται από δέντρα με θαυμαστές ιδιότητες. Μπορούμε επίσης να παραβάλουμε απόσπασμα των Θρήνων του Πινδάρου (απ. 129.5 Snell-Maehler) που αφορά στη χώρα των Μακάρων, η οποία χρυσοκάρποισιν βέβριθε <δενδρέοις>.
[9] Το δεύτερο ημιστίχιο είναι δανεισμένο από το Όμηρο (Ν 6), όπου γίνεται λόγος για τους Αβίους, τους οποίους οι αρχαίοι θεωρούσαν ως έναν βόρειο ευλογημένο λαό με ζωή παραδείσια και μακρά. Βλ. το σχετικό λήμμα του Στέφ. Βυζ., το οποίο περιλαμβάνει στίχους από τον χαμένο Προμηθέα Λυόμενο του Αισχύλου,  όπου γινόταν λόγος για τους Γαβίους. Πβ. επίσης το βασιλιά των Υπερβορείων Ζάβιο (Στέφ. Βυζ., λήμμα Γαλεῶται) και τον ινδικό λαό των Ζαβίων (Νόννος 26.65), των οποίων το όνομα υπονοεί τη μακροζωία (=Μακρόβιοι). Σε όλο αυτό το τμήμα του κειμένου ο ποιητής μας χρησιμοποιεί ελεύθερα τις παραδόσεις που αφορούσαν σε διάφορες ουτοπικές χώρες και λαούς.  
[10] Πβ. Στράβων 8.6.12, χωρίο το οποίο αφορά στην Ερμιόνη της Αργολίδας. Κοντά στην πόλη υπήρχε δίοδος προς τον Άδη, γι’ αυτό και οι κάτοικοί της δεν έβαζαν στο στόμα των νεκρών τους το νόμισμα που θα τους χρησίμευε ως ναύλος για τον Κάτω Κόσμο. Βλ. επίσης Καλλίμαχος απ. 278 Pfeiffer. O Στράβων προσπαθεί να προσφέρει μια «ορθολογική» εξήγηση, αποδίδοντας τη μη πληρωμή ναύλου στο γεγονός ότι για τους Ερμιονείς η κάθοδος στον Άδη είναι σύντομη (εἰς Ἄιδου κατάβασιν σύντομον). Στην πραγματικότητα το όφειλαν στη Δήμητρα, επειδή της είχαν δώσει πληροφορίες μετά την απαγωγή της κόρης της. Πβ. Σούδα, λήμμα πορθμήιον.
[11] Μια παρόμοια τοπογραφία του Κάτω Κόσμου δεν είναι άγνωστη από αλλού: για να φθάσει κανείς στον Αχέροντα και την υπόγεια λίμνη, πρέπει να προσπεράσει έναν προθάλαμο που είναι η κατοικία των Ονείρων, σύμφωνα με το Βεργίλιο (Aen. 6.268-284), ή τις πύλες με τα σιδερένια κλείστρα κατά τον Αισχίνη το Σωκρατικό (3.19). 

Σχόλια