Ύμνος στους Ιδαίους Δακτύλους


Ανωνύμου
Ύμνος στους Ιδαίους Δακτύλους

Ο πολύ κατεστραμμένος αυτός ύμνος βρέθηκε σε επιγραφή από την Ερέτρια και χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Η λατρεία των Ιδαίων Δακτύλων στην περιοχή ίσως να μην είναι άσχετη με την ύπαρξη κοιτασμάτων χαλκού και σιδήρου στο γειτονικό Ληλάντιο πεδίο (Στράβων 10.9): οι Ιδαίοι Δάκτυλοι είναι γνωστοί ως δαίμονες ικανοί στη μεταλλουργία. Πρόκειται για μια ομάδα κατώτερων θεοτήτων που συνδέονται στενά, μέσω περίπλοκων παραδόσεων και συγκρητισμού, με τους Κουρήτες, τους Κορύβαντες και τους Καβείρους. Πατέρας τους ήταν ο Δίας, ενώ μητέρα τους θεωρούνταν η νύμφη Ίδη ή η Ρέα, στην ακολουθία της οποίας ανήκαν. Το όνομά τους ερμηνευόταν από την επιδεξιότητά τους στη χειρωνακτική εργασία ή από το ότι η μητέρα τους κατά τη γέννα έμπηξε λόγω του πόνου τα δάχτυλά της στη γη ή γιατί σε ορισμένες παραδόσεις ήταν πέντε, όσα τα δάχτυλα του χεριού. Θεωρούνταν γόητες, μάγοι, μουσικοί, σιδηρουργοί και θεμελιωτές μυστηριακών λατρειών.
Το δεξιό μέρος της επιγραφής είναι κατεστραμμένο, αλλά ό,τι σώζεται δείχνει πως το μέτρο του ύμνου ήταν το ιαμβικό τρίμετρο.


Ύμνος στους Ιδαίους Δακτύλους
  
Εκείνους [1]  με το Δία ερωτοσμίγοντας
[(τους γέννησε η Ρέα)                                     ]
κι ανάβλυσε θελξίνοος [                     ]
από τη δεξιοτεχνία, ο οποίος [            ]
ο Ευρύθεος [2] που πρώτος βρήκε
φάρμακα που διώχνουν την αρρώστια [       ]
και πρώτος άσκησε την ιατρική [        ]
η ορεινή Μητέρα [3] τον δίδαξε [           ]
πρώτος δέντρα φύτεψε [        ]
του Φοίβου Απόλλωνα [                     ]
του Ευρύθεου και του [                      ]
τους γιους του Δία [                           ]
τους δυνατούς στα χέρια, των οποίων [  ]
(έργο είναι) σε όλες των θεών (τις τέχνες) να (προκόβουν) [            ]
(στις τέχνες) του Ηφαίστου [4] και του Άρη [                ]
και του Πάνα που του αρέσει η ύπαιθρος [              ]
ακμαίως [                                            ]
τους γέννησε [                                                ]
Κι ο Δαμναμενεύς [5] [                           ]
ο αιθέρας [                                          ]
το όνομα στη Σιδώνα [                        ].
Αυτοί είναι οι Δάκτυλοι [  ] που [  ]
(τα μυστήρια) της ορεινής Μητέρας δίδαξαν [          ]
και το σίδηρο δούλεψαν [                   ]
στην κώμη της Φρυγίας την ιερή [                 ] [6]
και τον φέρνουν [                               ]
εστειλε οργισμένη [                            ]
επειδή εμείς χρωστούσαμε από πριν [                      ] [7]
δεν ήθελε να μεταφέρει της δρυός [              ]
στη Φρυγία [                                                   ]
αυτούς κλέβοντάς τους [                                            ]
πρώτος [                                              ]
----
αίμα λύκων ανακατεύοντας [                         ]
όργανα ο χειροτέχνης [                                   ] [8]



[1] Τους Ιδαίους Δακτύλους.
[2] Ντόπια θεότητα, ένας Προμηθέας της Ερέτριας, που θεωρούνταν στην περιοχή ευρετής της ιατρικής τέχνης. Εδώ θεωρείται ένας από τους Δακτύλους, ενώ επιπλέον φυτεύει τα πρώτα ήμερα δέντρα με τη βοήθεια της Μεγάλης Μητέρας.
[3] Η Ρέα-Κυβέλη λατρευόταν ως Μητέρα των θεών ή Μεγάλη Μητέρα Θεά. Η λατρεία της συνδεόταν ιδιαίτερα με τα όρη (ορεία Μήτηρ ή ορεία θεά). Οι τελετές προς τιμήν της είχαν οργιαστικό χαρακτήρα και περιλάμβαναν μανικούς χορούς με τη συνοδεία κυμβάλων, τυμπάνων και συρίγγων, των οποίων θεωρούνταν ευρέτρια. Ο παρών ύμνος αποτελεί την αρχαιότερη μαρτυρία για μια συνδυασμένη λατρεία της Μεγάλης Μητέρας και των Ιδαίων Δακτύλων. Ως κλασικό χωρίο για μια τέτοια συνδυασμένη λατρεία θεωρούνται συνήθως οι στίχοι 1.1125 από τα Αργοναυτικά του Απολλωνίου (χώρα των Δολιόνων στα νότια παράλια του Ευξείνου). Ο σχολιαστής του χωρίου προσθέτει μια ανάλογη λατρεία στη Μίλητο, ενώ το ίδιο μπορεί να γινόταν στην Επίδαυρο.
[4] Αναφέρεται εδώ ως θεός της μεταλλοτεχνίας την οποία ασκούσαν οι Δάκτυλοι.
[5] Όνομα Ιδαίου Δακτύλου, ο οποίος μαζί με τα αδέρφια του Κέλμη και Άκμωνα θεωρούνταν οι πρώτοι σιδηρουργοί (Σχόλ. Απολλ. Ρόδ. 1.1129). Το μέρος όπου επινόησαν τη σιδηρουργία ήταν η Κύπρος (Ευσέβ., Ευαγγ. προπ. 10.6.5), η οποία συνδέεται στενά με τη Φοινίκη και τη Σιδώνα που αναφέρεται αμέσως παρακάτω.
[6] Υπονοείται η μεταφορά της λατρείας των Δακτύλων από την Κρήτη στην Φρυγία.
[7] Υπονοείται η αποστολή από την Μεγάλη Μητέρα μιας νόσου ή άλλης πληγής στους κατοίκους, επειδή αμέλησαν κάποιο θρησκευτικό καθήκον απέναντί της. Δυστυχώς αγνοούμε το σχετικό μυθικό ή ιστορικό πλαίσιο. Θα μπορούσε να είναι μια ιστορία ευρύτερα γνωστή στον ελληνικό κόσμο ή εναλλακτικά μια τοπική ιστορία της Ερέτριας, ίσως μια συμφορά που αποδόθηκε στην οργή της θεάς και ζητήθηκε η εξιλέωση με την καθιέρωση κάποιας λατρείας (των Δακτύλων; της ίδιας της Μητέρας;).
[8] Η αναφορά στο μίγμα αίματος λύκων θυμίζει μαγικά συμφραζόμενα ή κάποια μυστηριακή ιεροτελεστία. Τα όργανα που αναφέρονται πιθανότατα είναι τα εργαλεία των σιδηρουργών.

Σχόλια