Όψεις της σχέσης τραγωδίας και κωμωδίας

  

Στο τέλος του πλατωνικού Συμποσίου (223 D) ο Αγάθων και ο Αριστοφάνης συμφωνούν ότι η σύνθεση της τραγωδίας και της κωμωδίας είναι στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα: ...τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι κωμῳδίαν καὶ τραγῳδίαν ἐπίστασθαι ποιεῖν͵ καὶ τὸν τέχνῃ τραγῳδοποιὸν ὄντα καὶ κωμῳδοποιὸν εἶναι, δηλαδή «... αποτελεί ιδιότητα του ίδιου άνδρα το να ξέρει να φτιάχνει κωμωδίες και τραγωδίες και όποιος είναι τεχνίτης στη σύνθεση τραγωδιών είναι και τεχνίτης στη σύνθεση κωμωδιών». 
Μέχρι πρόσφατα η διάκριση μεταξύ τραγωδίας και κωμωδίας κρατούσε καλά, αλλά τα τελευταία χρόνια αδυνάτισαν τα όρια χάρη σε μελέτες που επισημαίνουν τη χρήση κωμικών, τραγικωμικών ή μελοδραματικών στοιχείων στην τραγωδία. Η κίνηση αυτή στηρίζεται και από αρχαία στοιχεία: η παράλληλη μορφολογία των λέξεων τραγωιδία και κωμωιδία (πβ. και τον παρωδικό τύπο τρυγωιδία στον Αριστοφάνη), η παράσταση και των δύο ειδών στο ίδιο θέατρο, στην ίδια γιορτή, το γεγονός ότι διαθέτουν και τα δύο χορό που τραγουδά, ηθοποιούς που μιλούν κυρίως σε ιαμβικά τρίμετρα, ότι χρησιμοποιούν μάσκες, τον αυλό κ.ο.κ. Η θέση για τη βαθύτερη συγγένεια τραγωδίας και κωμωδίας ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι τραγωδοί στους διαγωνισμούς ήταν υποχρεωμένοι να γράφουν και σατυρικά δράματα, στα οποία είναι έντονο το κωμικό στοιχείο. 
Η συγγένεια των δύο δραματικών ειδών είναι ίσως εμφανέστερη στα παλαιότερα στάδια εξέλιξης. Πράγματι, κάποια από τα χαρακτηριστικά της κωμωδίας μπορούν να βρεθούν στον Αισχύλο, αλλά όχι στο Σοφοκλή ή τον Ευριπίδη. Για παράδειγμα το χτύπημα της πόρτας είναι σύνηθες στην κωμωδία, αλλά η μόνη βέβαιη ανάλογη περίσταση στην τραγωδία υπάρχει στις αισχύλειες Χοηφόρους. Ορισμένες σκηνές στον Αισχύλο είναι τόσο εξωπραγματικές που θυμίζουν αντίστοιχες υπερβολές του Αριστοφάνη. Η αριστοφανική κωμωδία δε δεσμεύεται από τους κανόνες του χώρου και του χρόνου. Έτσι στους Αχαρνείς η σκηνή μεταφέρεται από την Εκκλησία στο σπίτι του Δικαιόπολη και ο χρόνος από τα κατ’ αγρούς Διονύσια στη γιορτή των Χοών. Στη Λυσιστράτη περνούν αρκετές μέρες ή εβδομάδες ερωτικής αποχής. Τέτοιου είδους μεταβολές μπορούν να βρεθούν στον Αισχύλο, αλλά όχι στο Σοφοκλή ή τον Ευριπίδη: για παράδειγμα από τον τύμβο στο παλάτι στις Χοηφόρους, από τον τόπο του συμβουλίου στον τύμβο του Δαρείου στους Πέρσες
Από την άλλη πρέπει να επισημανθούν και οι διαφορές των δύο ειδών. Στην αρχαία κωμωδία ο ποιητής συχνά απευθύνεται και εντάσσει με κάποιο τρόπο το κοινό στο έργο. Στην τραγωδία δε φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο. Στην κωμωδία, όσο φανταστική και αν είναι η πλοκή, πρόσωπα τα οποία κάθονται στο κοινό αναφέρονται ονομαστικά, χρησιμεύουν ακόμη και ως δραματικά πρόσωπα. Αντίθετα, στην τραγωδία τα ονόματα των ηρώων προέρχονται από τον ηρωικό μύθο και δεν έχουν σχέση με τα ονόματα των σύγχρονων Αθηναίων, οι οποίοι κατά κανόνα απέφευγαν να χρησιμοποιούν ονόματα ηρώων του μύθου. Δεν γνωρίζουμε αν πρόσωπα από το ακροατήριο αναφέρονταν ονομαστικά στις πρώιμες δραματοποιήσεις σύγχρονων ιστορικών γεγονότων από τον Φρύνιχο (Μιλήτου Άλωσις, Φοίνισσαι) και άλλους. Αν αναφέρονταν, αυτό θα συνέβαινε επειδή η διάκριση μεταξύ τραγωδίας και κωμωδίας δεν ήταν ακόμη τόσο αυστηρή. Ας σημειωθεί πως ενώ ο Αισχύλος δεν αναφέρει κανέναν Έλληνα ονομαστικά στους Πέρσες (ο Θεμιστοκλής, αν και υπονοείται, δεν ονοματίζεται, το ίδιο και ο Αριστείδης στο επεισόδιο στην Ψυττάλεια, ο Παυσανίας στην αναφορά στις Πλαταιές), εντούτοις αισθάνεται ελεύθερος να συσσωρεύσει περσικά ονόματα, τα οποία ασφαλώς δεν πρέπει να έφερε κανένας από το κοινό του.  
Καθένας που θέλει να πιστεύει ότι η τραγωδία κάνει υπαινιγμούς σε σύγχρονα γεγονότα πρέπει να δεχτεί ότι είναι έμμεσοι ή συμβολικοί. Πρέπει να αποκωδικοποιηθούν πίσω από τον ηρωικό μύθο, όπως τον χειρίζεται ο τραγικός. Αλλά και στην κωμωδία μπορεί να υπάρξουν τέτοιου είδους υπαινιγμοί. Αυτό φαίνεται ότι συνέβαινε κυρίως στις κωμωδίες με μυθολογικό περιεχόμενο, όπως τα έργα Νέμεσις και Διονυσαλέξανδρος του Κρατίνου. Η παπυρική υπόθεση του τελευταίου έργου αναφέρει: κωμωιδεῖται δ΄ ἐν τῶι δράματι Περικλῆς... ὡς ἐπαγηοχὼς τοῖς Ἀθηναίοις τὸν πόλεμον: «στο δράμα διακωμωδείται ο Περικλής... ότι τάχα έφερε στους Αθηναίους τον πόλεμο». Αυτό σημαίνει, κατά πάσα πιθανότητα, ότι το έργο περιείχε μέσα στο μυθολογικό του περιεχόμενο τέτοια στοιχεία, ώστε οι θεατές να ταυτίσουν τις καταστάσεις με γεγονότα της επικαιρότητας και τον Περικλή.    
   Μόνο στην τελευταία περίοδο του Ευριπίδη η τραγωδία πλησιάζει ξανά την κωμωδία, αφού ο ποιητής εισάγει τραγικωμικά και μελοδραματικά στοιχεία στα έργα του. Δράματα όπως η Ελένη και η Άλκηστη αμφισβητείται αν πρέπει να θεωρηθούν πραγματικές τραγωδίες. Αλλά ίσως αυτός ακριβώς να είναι ένας από τους λόγους που ο Ευριπίδης ήταν γενικά αντιπαθής στο αθηναϊκό κοινό, το οποίο στο μεταξύ είχε συνηθίσει στον αυστηρό διαχωρισμό των δύο ειδών.