Οι Αμαζόνες ως σύμβολο των Περσών στην κλασική τέχνη και λογοτεχνία


Οι Αμαζονομαχίες στην αθηναϊκή τέχνη ήταν μαζί με τις Κενταυρομαχίες τις Γιγαντομαχίες και τον Τρωικό Πόλεμο αγαπημένο θέμα συμβολικής εξεικόνισης της περσοελληνικής σύγκρουσης, αφού οι Αμαζόνες είχαν εισβάλει όπως οι Πέρσες στην Αττική. Μάλιστα οι πρώτες γλυπτές παραστάσεις Αμαζονομαχίας στην αττική τέχνη συνδέθηκαν ειδικά με τα γεγονότα της Ιωνικής Επανάστασης (499-494 π.Χ.): το μοτίβο εμφανίζεται ήδη στο ναό του Απόλλωνος Δαφνηφόρου στην Ερέτρια από αθηναϊκή επίδραση, αφού οι δύο πόλεις, βοηθώντας τους επαναστατημένους Ίωνες, συμπολέμησαν τους Πέρσες το 498 π.Χ. Η Αμαζονομαχία χρησιμοποιήθηκε ομοίως και σε μια μετόπη του αθηναϊκού θησαυρού στους Δελφούς που θεωρείται συνήθως ότι φιλοτεχνήθηκε μετά το Μαραθώνα, αν και ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι σχετίζεται με την αθηναϊκή βοήθεια στους Ίωνες.
       Στα 473 ο Κίμων έφερε από τη Σκύρο τα οστά του Θησέα και φτιάχτηκε ένα ιερό στην αγορά για να τα στεγάσει. Οι ζωγραφιές που στόλιζαν το ιερό ήταν του Μίκωνος και έδειχναν το Θησέα να πολεμά τις Αμαζόνες και τους Κενταύρους. (Παυσ. 1.17.2-3). Δέκα με δεκαπέντε χρόνια αργότερα ο Μίκων μαζί με τον Πολύγνωτο και τον Πάναινο πήραν παραγγελία από το γαμπρό του Κίμωνα, τον Πεισιάνακτα, να στολίσουν τη νέα στοά στην Αγορά. Το εγχείρημα  ήταν  επιτυχημένο και πήρε το όνομα Ποικίλη Στοά (Παυσ. 1.15, Σ Αρ. Λυσ. 678, Σ Δημοσθ. 20.112). Εικονίζονταν μαζί η Αμαζονομαχία, η άλωση της Τροίας και η μάχη του Μαραθώνα με τους Πέρσες. Στο Θησείο ο Θησέας αντιμετώπιζε από κοινού Κενταύρους και Αμαζόνες. Οι βασιλείς της Αττικής Κέκροπας, Ερεχθέας και Θησέας αντιμετώπιζαν τις Αμαζόνες στην ασπίδα της Αθηνάς Παρθένου στην Ακρόπολη. Στον Παρθενώνα έχουμε την πλήρη ανάπτυξη του μοτίβου: Κένταυροι, Γίγαντες, Αμαζόνες και Τρώες είναι όλοι τους εχθροί των Ελλήνων. Ωστόσο οι Αμαζόνες ικανοποιούν καλύτερα μια ολοφάνερη απαίτηση για την αναπαράσταση ενός ξένου, όμως ανθρώπινου εχθρού. Είναι διαφορετικές από τους γυμνούς Έλληνες, χωρίς να είναι ζωώδεις όπως οι Κένταυροι. Επιπλέον είναι ντυμένες και ξεχωρίζουν καλά από τους Έλληνες, σε αντίθεση από τους Γίγαντες ή τους Τρώες της αρχαϊκής και πρώιμης κλασικής περιόδου που βασικά δεν ξεχωρίζουν από τους Έλληνες και Ολύμπιους αντιπάλους τους.
     Στη λογοτεχνία το έπος Θησηίς, γραμμένο πιθανώς γύρω στα 520 με 500 π.Χ., απέδιδε στο Θησέα, σε μια προσπάθεια να εξισώσει τον Αθηναίο ήρωα με τον πανελλήνιας εμβέλειας Ηρακλή, πολλούς άθλους, ανάμεσά τους και μια νίκη επί των Αμαζόνων. Η διάδοση του μύθου των Αμαζόνων συμπίπτει με την περσική κατάκτηση της Λυδίας (547 π.Χ.), της Ιωνίας (540 π.Χ.), της Θράκης (512) και της Μακεδονίας (500 π.Χ.) καθώς και με την ταυτόχρονη επέκταση των αθηναϊκών συμφερόντων στο βόρειο Αιγαίο, τον Ελλήσποντο και τη Μαύρη Θάλασσα. Είναι στην περίοδο της κυριαρχίας του Κίμωνα στην Αθήνα κατά την οποία διαδίδεται στην αττική τέχνη η ιστορία της εκδίκησης από τις Αμαζόνες του βιασμού της Αντιόπης από το Θησέα. Εισέβαλαν στην Αττική, οδηγημένες από τη Μολπαδία, στρατοπέδευσαν στο λόφο του πατέρα τους Άρη και προσπάθησαν να καταλάβουν την Ακρόπολη. Ο Θησέας και η Αντιόπη (την οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί) απώθησαν τις Αμαζόνες, αλλά  η Αντιόπη σκοτώθηκε. Πολλές Αμαζόνες σκοτώθηκαν και θάφτηκαν μέσα ή γύρω από την Αθήνα, ενώ τους τάφους άλλων Αμαζόνων έδειχναν στη Βοιωτία και τη Θεσσαλία. (Πίνδ. απ. 174 Snell, Αισχ. Ευμ. 685-9, Ηρόδ. 9.27,  Πλούτ. Θησ. 27).  
        Η αθηναϊκή νίκη επί των Αμαζόνων έγινε κοινός τόπος στην εικόνα της ιδεατής Αθήνας. Το θέμα της εισβολής των Αμαζόνων στην Αττική εμφανίζεται λ.χ. στις αισχύλειες Ευμενίδες (στ. 685-690, 627-628), όπου η αναφορά στον Άρειο Πάγο ως έδρα των Αμαζόνων (685) αντιστοιχεί στο ιστορικό γεγονός ότι οι Πέρσες χρησιμοποίησαν τον Άρειο Πάγο ως βάση για την επίθεσή τους στην Ακρόπολη (Ηρόδ. 8.52-53). Πβ. την εν είδει Αμαζόνας πολεμική συμπεριφορά της Αρτεμισίας στο πλευρό του Ξέρξη (Ηρόδ. 7.99, 8.68-69, 87-88, 93, 101-103). Ο Ηρόδοτος περιλαμβάνει τη νίκη επί των Αμαζόνων στα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν οι Αθηναίοι, πριν από τη μάχη των Πλαταιών, για να αναλάβουν το δεξί κέρας του στρατεύματος (9.27): Ἔστι δὲ ἡμῖν ἔργον εὖ ἔχον καὶ ἐς Ἀμαζονίδας τὰς ἀπὸ Θερμώδοντος ποταμοῦ ἐσβαλούσας κοτὲ ἐς γῆν τὴν Ἀττικήν. Στον Λυσία (2.4 κ.εξ.) οι Αμαζόνες, όπως οι Πέρσες, εξουσίαζαν πολλά έθνη (ἄρχουσαι πολλῶν ἐθνῶν) και, όταν άκουσαν για το μεγαλείο της Αθήνας, έσπευσαν εναντίον της, αντιμετώπισαν όμως γενναίους άνδρες, καταστρέφοντας τη φήμη τους. Έτσι τιμωρήθηκαν για την απληστία και την ανοησία τους, καθιστώντας την Αθήνα λαμπρή και αφανίζοντας τη δική τους πατρίδα (2.6).
    Τα τόξα των Αμαζόνων, από την άλλη, δεν παραπέμπουν μόνο στη μυθική σύνδεση των Αμαζόνων με τη συγκεκριμένη στρατιωτική τακτική, η οποία καθρεφτίζεται και στο γεγονός ότι φέρουν ενίοτε ονόματα όπως Τοξίς ή Τοξοφίλη, αλλά έμμεσα και στην αντίθεση μεταξύ περσικού (και γενικά βαρβαρικού) και ελληνικού τρόπου πολέμου. Πβ. Πέρσες 147-149, 239-240, 278-279 κ.α., Ευριπίδης, Ηρακλής 157-164. Και οι Πέρσες δεν έχουν σωφροσύνη. Οι Πέρσες του Αισχύλου δείχνουν πώς η χωρίς όρια φιλοδοξία του Ξέρξη οδήγησε στην καταστροφή το λαό του. Καθώς η περσική κοινωνία έμοιαζε με την ελληνική πριν τη δημιουργία των πόλεων (Ηρόδ. 3.80-3, Θουκ. 1.5-6), οι Πέρσες, όπως και οι Αμαζόνες, έπασχαν από έλλειψη πολιτικής ενηλικίωσης. Και τα δύο έθνη άρχονταν από μονάρχες που εύκολα μπορούσαν να μεταπέσουν στην τυραννία. Δεν κατοικούσαν σε κανονικές πόλεις και δεν είχαν αναπτύξει την αυτοκυριαρχία που απαιτεί η ισότητα των δικαιωμάτων, η ισονομία, ο θεμέλιος λίθος της δημοκρατίας. Αν και προσωπικά συχνά γενναίοι, συχνά πολεμούσαν με το τόξο, από απόσταση, όχι με το ανδρικό δόρυ. Πολεμούσαν από άλογα, όπως οι Έλληνες αριστοκράτες του παλιού καιρού, και όχι με τα πόδια. Δεν γνώριζαν από τη δημοκρατία της φάλαγγας, όπου όλοι είναι ίσοι και αλληλεξαρτώμενοι. Η άδεια φαρέτρα στο χέρι του Ξέρξη (Πέρσες 1016 κ.εξ.) είναι το τελευταίο σύμβολο της ήττας του. Η αντίθεση ελληνικών όπλων και περσικών τόξων εμφανίζεται και στο Σιμωνίδη (επίγρ. 14, τοξοφόροισιν Μήδοις) και στον Πίνδαρο (Πυθ. 1, Μήδειοι ἀγκυλότοξοι). Ο Πέρσης τοξότης αντικαθιστά το Σκύθη μετά τα Μηδικά στην τέχνη. Η αναφορά στο Δαρείο ως τόξαρχο στους Πέρσες 556 πιθανώς απηχεί την απεικόνιση του Δαρείου ως τοξότη στην περσική γλυπτική και στους δαρεικούς, τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι Ίωνες υποτελείς του. Γενικά υπάρχει μια απέχθεια στην ελληνική γραμματεία απέναντι στους μη οπλιτικούς τρόπους πολέμου. Με την παράδοξη εμμονή των αθηναϊκών πηγών και των έργων τέχνης να επιμένουν στην προβολή του οπλιτικού τρόπου πολέμου πβ. και την απουσία οποιαδήποτε αναφοράς στο ναυτικό στη ζωφόρο του Παρθενώνα καθώς και το γεγονός ότι στα ερυθρόμορφα αγγεία ο Έλληνας που μάχεται τον Πέρση είναι πάντα οπλίτης, τη στιγμή που το ναυτικό έπαιζε καίριο ρόλο στην αθηναϊκή υπεροχή.