Πώς και πότε διαμορφώθηκε ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης;


Παρά τους κόπους που έχουν αφιερώσει πλήθος μελετητών κατά τους τελευταίους δύο αιώνες στο ζήτημα της ιστορίας της διαμόρφωσης του κανόνα της Καινής Διαθήκης, αυτό παραμένει σε κάποιο βαθμό ασαφές και περίπλοκο ακόμη και σήμερα. Είναι βέβαιο ότι μια σχετική συμφωνία έχει επιτευχθεί σε πολλά σημεία, αλλά αρκετά προβλήματα παραμένουν ακόμη αντικείμενο διαφωνιών: πότε ακριβώς και πώς η Καινή Διαθήκη άρχισε να χρησιμοποιείται ως Αγία Γραφή πλάι στην Παλαιά Διαθήκη; Ποιες θεολογικές παράμετροι επηρέασαν τη διαδικασία; Ποιος είναι ο ακριβής ρόλος του Μαρκίωνος; Αυτές οι αβεβαιότητες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και από το ζήτημα των πηγών: για τις αρχές του 2ου αιώνα είμαστε συχνά αναγκασμένοι να στηριζόμαστε σε υποθέσεις και εικασίες, λόγω ακριβώς της έλλειψης επαρκούς πληροφόρησης.
Για να κατανοήσουμε σωστά τη διαδικασία της διαμόρφωσης του κανόνα, πρέπει να κάνουμε ορισμένες θεμελιώδεις επισημάνσεις:
α) Η λέξη κανών για το σύνολο των βιβλίων της Καινής Διαθήκης που αναγνωρίζεται από την Εκκλησία χρησιμοποιήθηκε αργά, από τα μέσα του 4ου αιώνα κ.εξ.[1]  Έτσι, η ιστορία του κανόνα δεν μπορεί να ξεκινήσει από ένα τόσο μεταγενέστερο χρονικό σημείο: θα πρέπει να διερευνηθεί και η περίπλοκη ιστορία της συγκέντρωσης, αναγνώρισης και σταθεροποίησης των κειμένων που αργότερα συμπεριλήφθηκαν στον κανόνα.
β) Ο πρώιμος Χριστιανισμός είχε μια Αγία Γραφή, την Παλαιά Διαθήκη. Ωστόσο, την περίοδο που η νεαρή Χριστιανοσύνη έκανε χρήση της Παλαιάς Διαθήκης, η τελευταία δεν είχε σταθεροποιηθεί πλήρως. Η διαμόρφωση σε ένα λογοτεχνικό είδος των παραδόσεων για τους λόγους και τις πράξεις του Ιησού (ευαγγέλια) και η συγκέντρωση των αποστολικών γραπτών σηματοδοτεί την ύπαρξη μιας νέας Αγίας Γραφής πλάι στην παλαιά. Καθώς η προφορική παράδοση ήταν ακόμη πολύ ισχυρή πλάι σ’ αυτήν που είχε ήδη σταθεροποιηθεί γραπτά –όπως γίνεται φανερό από τα πρώιμα απόκρυφα-, το ζήτημα του πώς γραφή και παράδοση σχετίζονται η μία με την άλλη ήταν από την αρχή μέρος της διαδικασίας διαμόρφωσης του κανόνα.
γ) Η ιστορία του κανόνα δεν μπορεί να περιοριστεί στο πότε, πού και πώς ένα κείμενο που αργότερα ανήκει στον κανόνα αναφέρεται για πρώτη φορά. Επίσης, η χρήση ενός κειμένου ή η αξία που δίνεται σ’ αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι έχει ήδη θεωρηθεί μέρος ενός κανόνα.
δ) Η ιστορία του κανόνα είναι μέρος της ιστορίας της Εκκλησίας και της ιστορίας της θεολογίας και μπορεί να αξιολογηθεί σωστά μόνο αν τεθεί στο συνολικό πλαίσιο της ανάπτυξης της Εκκλησίας κατά το 2ο και 3ο αιώνα. Η ανάδυση του κανόνα σε μεγάλο βαθμό προσδιορίστηκε από την προσπάθεια να διαχωριστούν οι γνήσιες από τις ψευδείς παραδόσεις συχνά με βάση θεολογικά κριτήρια.
Έτσι, η διαδικασία διαμόρφωσης του κανόνα είναι από τη μια μεριά η συγκέντρωση, η εξέταση και ο προσδιορισμός των παραδόσεων για τον Ιησού καθώς και της γνήσιας αποστολικής παράδοσης και από την άλλη αποτελεί μέρος του αγώνα για τη διαμόρφωση μιας σταθερής και αναλλοίωτης βάσης της αληθούς χριστιανικής πίστης. Αυτός ο αγώνας για να προσδιοριστεί ένας κανόνας, ένα πρότυπο κοινής πίστης, υπάρχει ήδη από τα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας. Μπορούμε, επομένως, να πούμε ότι οι ρίζες του κανόνα ως συνόλου πρότυπων κειμένων που πρέπει να εμπιστεύεται ο Χριστιανός φτάνει ως πίσω τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Οι πρώτοι Χριστιανοί βασίζονταν στο κήρυγμα των Αποστόλων και τις ιουδαϊκές γραφές. Οι Απόστολοι και οι μαθητές τους έγραψαν επίσης επιστολές προς διάφορες Εκκλησίες και άτομα με σκοπό να τους διδάξουν και να τους καθοδηγήσουν. Αρχικά η προφορική παράδοση των Αποστόλων θεωρούνταν ανώτερη, αλλά μέχρι τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. τα γραπτά απέκτησαν μεγαλύτερο κύρος. Κι αυτό γιατί όσο κι αν ήταν αυτονόητο να υπάρχει εμπιστοσύνη στην προφορική παράδοση την εποχή που οι Απόστολοι ήταν ακόμη στη ζωή,[2] οι επόμενες γενιές Χριστιανών ένιωσαν την ανάγκη να έχουν στη διάθεσή τους ένα σταθερό γραπτό και αναλλοίωτο θεμέλιο με τις διδαχές και το βίο του Ιησού, όπως οι Ιουδαίοι διέθεταν τη δική τους γραπτή Βίβλο. Η διαδικασία αυτή κράτησε αιώνες, ώσπου τελικά να σταθεροποιηθεί σ’ αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως κανόνας της Καινής Διαθήκης. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν υπήρχε κάποια ανώτατη αρχή που να καθοδηγεί και να επιβλέπει τη συγκέντρωση των κειμένων, με αποτέλεσμα το καθήκον της ανίχνευσης και της απόφασης για το ποια κείμενα άξιζαν τη θέση στον κανόνα να αφεθεί σε μεγάλο βαθμό στις ηγετικές Εκκλησίες και στους ανθρώπους που υπεράσπιζαν την ορθοδοξία από την αίρεση.
                Οι επιστολές του Παύλου, γραμμένες σε μια περίοδο 15 ετών προς Εκκλησίες και άτομα που χωρίζονταν μεταξύ τους από χιλιάδες χιλιόμετρα, ήταν κατά πάσα πιθανότητα τα πρώτα κείμενα που συγκεντρώθηκαν σε συλλογή από τους Χριστιανούς. Ο ίδιος ο Παύλος προτρέπει τους παραλήπτες των επιστολών του να τις μοιραστούν και με άλλους. Γράφει π.χ. στην Προς Κολοσσαείς επιστολή του (4.16) ότι οι ίδιοι οι Κολοσσαείς και οι γείτονες Λαοδικείς θα έπρεπε να ανταλλάξουν τις επιστολές που είχαν λάβει από αυτόν. Το πότε ακριβώς οι επιστολές του Παύλου συγκεντρώθηκαν σε ένα σύνολο είναι άγνωστο, αλλά το γεγονός ότι ο Κλήμης Ρώμης γύρω στο 95 μ.Χ. φαίνεται να αντλεί από μια συλλογή, η οποία περιείχε σίγουρα τις επιστολές προς τους Θεσσαλονικείς, τους Ρωμαίους, τους Γαλάτες, τους Εφεσίους και τους Φιλιππησίους, μας υποχρεώνει να υποθέσουμε ότι ήδη στα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα μια ή περισσότερες (μη πλήρεις) συλλογές επιστολών του Παύλου ήταν ευρέως γνωστές. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς δημιουργήθηκαν τέτοιες συλλογές: αρχικά οι επιστολές κυκλοφορούσαν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, αφού ο Παύλος τις έγραψε σταδιακά και με διάφορες αφορμές. Σε μια πρώτη φάση γειτονικές Εκκλησίες είναι πιθανόν να αντάλλαξαν επιστολές που είχαν σταλεί προς τις ίδιες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τοπικών συλλογών (π.χ. ανάμεσα στις Εκκλησίες της Μακεδονίας –Φίλιπποι και Θεσσαλονίκη- ή ανάμεσα στις Εκκλησίες της Μ. Ασίας –Εφέσιοι, Κολοσσαείς, Γαλάτες). Μια σταδιακή διαδικασία επαύξησης αυτών των τοπικών συλλογών με περαιτέρω ανταλλαγή επιστολών με πιο μακρινές Εκκλησίες οδήγησε στο σημερινό σώμα των επιστολών του Παύλου, αν και κατά πάσα πιθανότητα ακόμη και την εποχή του Μαρκίωνος (βλ. παρακάτω) στο σύνολο δεν είχαν αποκτήσει σταθερή θέση οι ποιμαντικές επιστολές.[3]
                Είναι ακόμη δυσκολότερο να καθορίσουμε το πότε ακριβώς τα τέσσερα ευαγγέλια αποτέλεσαν το σύνολο που έχουμε στα χέρια μας σήμερα. Τα αρχαιότερα σωζόμενα χειρόγραφα που περιέχουν και τα τέσσερα ευαγγέλια μαζί χρονολογούνται συνήθως γύρω στο 150 μ.Χ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το καθένα από τα τέσσερα ευαγγέλια κυκλοφορούσε προηγουμένως ανεξάρτητα. Για παράδειγμα στις επιστολές του Παύλου οι περισσότερες παραπομπές σε ευαγγελικά χωρία σχετίζονται με το Κατά Λουκάν, γεγονός που υπονοεί ότι μεταξύ των παύλειων Εκκλησιών κυκλοφορούσε κατά πρώτο λόγο αυτό το ευαγγέλιο. Από εδώ μπορεί να συνάγει κανείς ότι και τα υπόλοιπα ευαγγέλια συνδέονταν προπάντων με συγκεκριμένες τοπικές Εκκλησίες. Ο Παπίας (περ. 130 μ.Χ.) δείχνει σαφώς να έχει γνώση των ευαγγελίων του Μάρκου, του Ματθαίου και ίσως του Ιωάννη. Ο Παπίας, επίσκοπος Ιεραπόλεως, συνέθεσε ένα πεντάτομο έργο με τον τίτλο Λογίων κυριακῶν ἐξηγήσεως συγγράμματα πέντε (=ερμηνεία των λόγων του Κυρίου), από το οποίο σώθηκαν μόνο αποσπάσματα στον Ευσέβιο. Από τα χωρία που σώζονται γίνεται φανερό ότι ο Παπίας δεν έγραφε υπόμνημα σε κάποιο συγκεκριμένο ευαγγέλιο, αλλά συνέλεξε και εξέθεσε αναφορές από διάφορες πηγές λόγων και πράξεων του Ιησού. Αν και, όπως ειπώθηκε, γνώριζε τα κανονικά ευαγγέλια, εντούτοις ανέλαβε να κάνει μια καινούργια συλλογή παραδόσεων για τον Ιησού, στηριγμένος κυρίως στην προφορική παράδοση που γνώρισε από τους «πρεσβυτέρους» (Ευσέβιος, Εκκλ. ιστ. 3.39.4). Μπορούμε, λοιπόν, να συμπεράνουμε ότι η θέση των ευαγγελίων ως Αγίας Γραφής αυτή την εποχή είναι ακόμη σχετικά αβέβαιη. Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας στα μέσα του ίδιου αιώνα αναφέρεται (Διάλογος προς Τρύφωνα 106) σε απομνημονεύματα του Πέτρου, μια έκφραση που δηλώνει κατά πάσα πιθανότητα το Κατά Μάρκον, αφού κατά την παράδοση ο Μάρκος έγραψε το ευαγγέλιό του υπό τις οδηγίες του Πέτρου.Ο ίδιος συγγραφέας αλλού (Διάλογος προς Τρύφωνα 100) κάνει λόγο για απομνημονεύματα των Αποστόλων, τα οποία ονομάζονται ευαγγέλια (Α΄Απολογία 66). Ο Ιουστίνος χρησιμεύει ως μάρτυρας για το τι συνέβαινε στη Ρώμη στα μέσα του 2ου αιώνα: οι Συνοπτικοί και ίσως ο Ιωάννης διαβάζονταν στη δημόσια λατρεία και θεωρούνταν ίσης αξίας με την Παλαιά Διαθήκη. Ωστόσο, δείχνει κάποια ελευθερία ως προς κείμενο των ευαγγελίων (π.χ. τάση εναρμονισμού των ευαγγελίων μεταξύ τους), ενώ χρησιμοποιεί και κείμενα πέραν των κανονικών ευαγγελίων.
                Μέχρι την εποχή του Τατιανού, μαθητή του Ιουστίνου, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι και τα τέσσερα ευαγγέλια ήταν ευρέως αποδεκτά: μετά το θάνατο του Ιουστίνου το 165 μ.Χ., ο Τατιανός συνέγραψε το Διατεσσάρων, μια προσπάθεια εναρμόνισης των διαφορών των τεσσάρων ευαγγελίων σε μια ενιαία αφήγηση.[4] Για να ξεκινήσει ένα τέτοιο εγχείρημα, ο Τατιανός θα πρέπει να ήταν βέβαιος για την αξιοπιστία και την ευρεία αποδοχή των ευαγγελίων αυτών, ενώ για να έχουν αποκτήσει τέτοιο κύρος τα ίδια τα ευαγγέλια θα πρέπει να ήταν γενικώς αποδεκτά για ένα χρονικό διάστημα πριν από τον Τατιανό. Επιπλέον, ένα τέτοιο εγχείρημα προϋποθέτει ως ενδιάμεσο στάδιο την κυκλοφορία των τεσσάρων ευαγγελίων μαζί ως ισάξιων και έγκυρων πηγών για κάποιο χρόνο πριν από τον Τατιανό.
                Το ευαγγέλιο του Ιωάννη, εντούτοις, φαίνεται ότι άργησε κάπως να γίνει πλήρως αποδεκτό από όλους. Αυτό φαίνεται ότι συνέβη, επειδή οι Γνωστικοί το χρησιμοποίησαν ευρέως για να υποστηρίξουν τις απόψεις τους: η αρχαιότερη παράθεση χωρίου από το Κατά Ιωάννην προέρχεται από το Γνωστικό Βασιλείδη (περ. 130 μ.Χ.), ο οποίος σχολιάζει τα χωρία 1.9 και 2.4 του Ιωάννη. Επίσης, το αρχαιότερο γνωστό υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην έγινε από το Γνωστικό Ηρακλέωνα γύρω στα 180 μ.Χ. Το γεγονός αυτό μας φαίνεται σήμερα παράξενο, αφού το Κατά Ιωάννην θεωρείται ευρέως πια από τη σύγχρονη έρευνα ως το κατεξοχήν ευαγγέλιο με αντιγνωστική στόχευση.
                Συνοψίζοντας όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. το μεγαλύτερο μέρος των επιστολών του Παύλου και τα τέσσερα ευαγγέλια κυκλοφορούσαν και ήταν αποδεκτά σε ευρύ πλαίσιο. Το στοιχείο που μας επιβεβαιώνει με καθοριστικό τρόπο αυτήν την υπόθεση προέρχεται από τον αιρετικό Μαρκίωνα. Ο Μαρκίων ήρθε στη Ρώμη γύρω στα 140 μ.Χ. και μαθήτευσε δίπλα στο γνωστικό διδάσκαλο Κέρδωνα, ο οποίος πίστευε ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης δεν ήταν ο Θεός που κήρυξαν οι Απόστολοι. Ο Μαρκίων ανέπτυξε αυτήν την ιδέα καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι αφού ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης αγαπούσε μόνο τους Ιουδαίους, ενώ ο Θεός των Αποστόλων όλους τους ανθρώπους, τότε κάθε γραπτή αναφορά στους Ιουδαίους ως αγαπημένου λαού του Θεού έπρεπε να θεωρηθεί ως νόθα. Έτσι ανέπτυξε τον πρώτο ίσως σωζόμενο κανόνα ιερών γραφών, ο οποίος δεν περιείχε όμως καθόλου την Παλαιά Διαθήκη, ούτε τα ευαγγέλια του Μάρκου, του Ματθαίου και την Προς Εβραίους επιστολή του Παύλου. Αποδεχόταν μονάχα το μεγαλύτερο μέρος του Κατά Λουκάν και δέκα από τις επιστολές του Παύλου.
                Πολλοί σύγχρονοι μελετητές έχουν αναρωτηθεί αν ήταν ο Μαρκίων αυτός που διαμόρφωσε τον πρώτο χριστιανικό κανόνα, έστω και αιρετικό, και αν με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε την έννοια της «κανονικότητας» και στην καθολική Εκκλησία. Εντούτοις, δεν είναι απόλυτα σαφές αν ο Μαρκίων διάλεξε τις επιστολές του Παύλου που τον βόλευαν από ένα ήδη προϋπάρχον σύνολο ή αν το σύνολο αυτό δημιουργήθηκε μετά τον Μαρκίωνα και με την πρόθεση να αντιπαρατεθεί στο δικό του κανόνα. Ομοίως, είναι αδύνατο να υπολογίσουμε με ακρίβεια αν ο Μαρκίων διάλεξε το Κατά Λουκάν από ένα ήδη υπάρχον «τετράμορφο» ευαγγέλιο ή αν αυτό δημιουργήθηκε ως απάντηση στο Μαρκίωνα. Έτσι, μάλλον πρέπει να δεχτούμε ότι ο Μαρκίων απλώς επιτάχυνε μια διαδικασία που ήδη είχε αρχίσει στο εσωτερικό της Εκκλησίας τουλάχιστον από μια γενιά πριν και ότι δεν επινόησε αυτός την έννοια της κανονικότητας.
                Σε κάθε περίπτωση η προσπάθεια του Μαρκίωνα έκανε την καθαυτό Εκκλησία να κατανοήσει πόσο σημαντικό ήταν να καταρτιστεί ένας κανόνας κειμένων που θα είχε ευρύτερο κύρος και δε θα επηρεαζόταν από προσωπικές επιλογές. Γενικά ο Γνωστικισμός και οι αιρέσεις της εποχής, οι οποίες διέθεταν τις δικές τους πράξεις, ευαγγέλια, αποκαλύψεις, ανάγκασαν την Εκκλησία να διερευνήσει και να καθορίσει όλο και πιο αυστηρά το ποια γραπτά κείμενα έπρεπε να θεωρούνται αυθεντικές πηγές του θείου λόγου. Οι αρχές που χρησιμοποίησε η Εκκλησία για αυτόν τον καθορισμό φαίνεται ότι ήταν βασικά τρεις: 1) τα κείμενα έπρεπε να είναι αληθώς αποστολικά, δηλαδή γραμμένα από κάποιον Απόστολο ή έναν στενό μαθητή αποστόλου. 2) Κάθε γραπτό, για να συμπεριληφθεί στον κανόνα, θα έπρεπε να μην αντιτίθεται στις αποστολικές διδαχές. 3) Τέλος, μια τρίτη βασική αρχή φαίνεται ότι ήταν το να χρησιμοποιείται κάποιο κείμενο στην τακτική λατρεία μιας μεγάλης και αναγνωρισμένης Εκκλησίας.
                Αν οι Γνωστικοί και ο Μαρκίων «βοήθησαν» την Εκκλησία να δημιουργήσει το δικό της κανόνα, μια άλλη αίρεση, οι Μοντανιστές, την ώθησαν, όπως φαίνεται, να τον κλείσει οριστικά. Οι Μοντανιστές εμφανίστηκαν γύρω στο 170 μ.Χ. και ένας από τους βασικούς τους ισχυρισμούς ήταν ότι ο Θεός εξακολουθούσε να τους εμπνέει προφητείες και χρησμούς, τους οποίους κατέγραφαν ως ιερούς. Η απόρριψη αυτών των νέων προφητειών και αποκαλύψεων σηματοδότησε το πρώτο βήμα για το κλείσιμο του κανόνα από την Εκκλησία: στο εξής δεν γίνονταν ούτως ή άλλως δεκτά προφητικά ή αποκαλυπτικά κείμενα που ήταν προϊόν της σύγχρονης εποχής και όχι της αποστολικής περιόδου.
                Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι δεν ήταν μόνο οι αιρετικοί που ώθησαν την Εκκλησία στη δημιουργία ενός κανόνα κειμένων. Η ιδέα της δημιουργίας ενός σταθερού σώματος κειμένων που να αποτελεί την Καινή Διαθήκη φαίνεται ότι ωθήθηκε και από μια αντίστοιχη ιουδαϊκή προσπάθεια που έγινε γύρω στα 90 μ.Χ. (σύνοδος της Ιάμνειας) να καθοριστεί οριστικά ο κανόνας της Παλαιάς Διαθήκης. Επιπλέον, η χρήση των αποστολικών κειμένων στη λειτουργία φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει ήδη από τα τέλη του 1ου αιώνα ένα είδος Καινής Διαθήκης (αν και όχι ακριβώς με τα ίδια βιβλία όπως η σημερινή) που βασιζόταν όχι στη δογματική θεωρία, αλλά στην πρακτική της εκκλησιαστικής ζωής. Επίσης, αλλαγές της εποχής στα υλικά γραφής συνέτειναν ως ένα βαθμό στην ίδια εξέλιξη: ως την αρχή του 2ου αιώνα μ.Χ. βασικό υλικό γραφής ήταν ο παπύρινος κύλινδρος, ο οποίος είχε το μειονέκτημα να έχει αναγκαστικά περιορισμένο μέγεθος και να μην περιλαμβάνει πολλά κείμενα. Για παράδειγμα μόνο το Κατά Λουκάν έχει υπολογιστεί ότι θα καταλάμβανε 10 μέτρα μήκους σε έναν τέτοιο κύλινδρο, τη στιγμή που ο μέσος κύλινδρος είχε μήκος γύρω στα 11 μέτρα. Η αντικατάσταση του κυλίνδρου από τον κώδικα, τον πρόγονο του σημερινού βιβλίου με φύλλα, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να φέρει περισσότερα κείμενα σε έναν τόμο, βοήθησε στην ομαδοποίηση των κειμένων σε ένα ενιαίο σώμα-βιβλίο και μάλιστα σε μια ορισμένη σταθερή σειρά, διευκολύνοντας την ιδέα ενός σταθερού και αναλλοίωτου γραπτού κανόνα. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι υπήρξαν και άλλοι τύποι κανόνων που συνέβαλαν με τη σειρά τους στην ιδέα ενός κανόνα για την Καινή Διαθήκη: ο Ρωμαίος νομομαθής Ουλπιανός την ίδια εποχή κατέγραφε σε ένα σύνολο τις αποφάσεις των προηγούμενων Ρωμαίων αυτοκρατόρων σε διάφορες νομικές υποθέσεις, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως υπόδειγμα για μελλοντικές κρίσεις, ενώ είναι γνωστή και η αλεξανδρινή συνήθεια για τη δημιουργία σταθερών κανόνων για συγγραφείς που διέπρεψαν σε κάποιο δεδομένο λογοτεχνικό είδος.
                Γύρω στο 150-170 μ.Χ., λοιπόν, η Εκκλησία είχε κάνει σημαντικά βήματα από την απλή συλλογή κειμένων προς την κανονιστική σταθεροποίηση ενός συνόλου ιερών γραφών με αξιωματικό κύρος. Η πορεία αυτή ενισχύθηκε, όταν ο Ειρηναίος αποφάσισε στο σπουδαίο του αντιαιρετικό έργο Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου Γνώσεως, σε αντίθεση με τους προηγούμενους απολογητές, να χρησιμοποιήσει περισσότερα παραθέματα από ένα πλήθος κειμένων της Καινής Διαθήκης, παρά να παραθέτει χωρία από την Παλαιά Διαθήκη. Η κίνηση αυτή εξύψωσε το κύρος των κειμένων της Καινής Διαθήκης ως Ιερών Γραφών και τους έδωσε το προβάδισμα σε σχέση με τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Ένας κατάλογος των έργων από τα οποία παραθέτει ο Ειρηναίος περιλαμβάνει τα τέσσερα ευαγγέλια, τις Πράξεις, δώδεκα επιστολές του Παύλου, την επιστολή του Ιακώβου, την 1 Πέτρου, την 1 και 2 Ιωάννου, την Αποκάλυψη του Ιωάννη και τον Ποιμένα του Ερμά. Μέσα στο έργο του ο Ειρηναίος καταθέτει την πίστη του ότι τα ευαγγέλια πρέπει να είναι τέσσερα (3.11.8), ότι οι επιστολές του Παύλου και οι Πράξεις είναι ιερά κείμενα (3.12.9), ενώ στον πρόλογο θέτει ως κριτήριο αυθεντικότητας των κειμένων την αποστολική τους προέλευση, αφού οι Απόστολοι ήταν οι μόνοι που είχαν την εκ Θεού δικαιοδοσία να κηρύξουν το ευαγγέλιο καθώς και την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος (Πρόλογος και 3.1.1).
                Ο πιο γνωστός κανόνας κειμένων της Καινής Διαθήκης από αυτήν την εποχή είναι ο Μουρατόρειος, ο οποίος χρονολογείται συνήθως γύρω στο 170 μ.Χ. και ονομάστηκε έτσι από τον Lοdovico Antonio Muratori που τον ανακάλυψε το 1740 αιώνα στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη του Μιλάνου. Το κείμενο είναι γραμμένο σε περγαμηνή του 8ου αιώνα και σε πολύ κακά Λατινικά και αποτελεί κατά πάσα πιθανότητα μετάφραση από κάποιο ελληνικό πρωτότυπο. Δε γνωρίζουμε αν είχε επίσημο χαρακτήρα ή αν ήταν κατάλογος για ιδιωτική χρήση. Ο κανόνας δίνει την εντύπωση ότι τα κείμενα που παρατίθενται ως κανονικά έχουν ευρύτατη αποδοχή και δε στηρίζονται σε προσωπικά κριτήρια επιλογής, όπως γίνεται φανερό από τις συχνές αναφορές στη γνώμη της καθολικής Εκκλησίας. Ο κανόνας περιλαμβάνει τα τέσσερα ευαγγέλια, τις Πράξεις, δεκατρείς επιστολές του Παύλου, δύο επιστολές του Ιωάννη, την επιστολή του Ιούδα, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, αλλά και την Αποκάλυψη του Πέτρου και τον Ποιμένα του Ερμά. Ωστόσο, εκφράζεται η γνώμη ότι ο Ποιμήν του Ερμά πρέπει να διαβάζεται κατ’ οίκον και όχι στην εκκλησία λόγω μη αποστολικής προέλευσης, ενώ επισημαίνεται ότι την Αποκάλυψη του Πέτρου πολλοί δεν την θεωρούν αυθεντική.
                Προς τα τέλη του 2ου αιώνα ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, αν και χρησιμοποιεί ένα πλήθος πηγών (όπως το Ευαγγέλιο των Εβραίων και το Ευαγγέλιο των Αιγυπτίων), έχει ως βασικό κορμό τού κανόνα τα τέσσερα ευαγγέλια, δεκατέσσερις επιστολές του Παύλου, τις Πράξεις, την 1 Πέτρου, 1 Ιωάννου και την Αποκάλυψη του Ιωάννη, ενώ ο Τερτυλλιανός παραθέτει χωρία από όλα τα σημερινά κανονικά βιβλία, εκτός από τη 2 Πέτρου, την επιστολή του Ιακώβου και τις 2 και 3  Ιωάννου.
                Στα τέλη, λοιπόν, του 2ου αιώνα μ.Χ. το μεγαλύτερο μέρος των κειμένων που γίνονται και σήμερα δεκτά ως ο κανόνας της Καινής Διαθήκης ήταν ήδη ευρέως αναγνωρισμένα. Μάλιστα, η Καινή Διαθήκη θεωρείται πλέον ανώτερη από την Παλαιά, αφού αποτελεί το πρότυπο για την ερμηνεία της παλαιότερης Βίβλου. Την πλήρη αναγνώρισή τους από όλους περίμεναν η Προς Εβραίους επιστολή του Παύλου, η επιστολή του Ιακώβου, η 2 Πέτρου και η 2 και 3  Ιωάννου.[5]
                Για τον Ωριγένη τα κείμενα πρέπει να διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: ομολογούμενα (γενικώς αποδεκτά), ψευδή (π.χ. Ευαγγέλιο των Αιγυπτίων), αμφιβαλλόμενα (αμφίβολα –π.χ. Ποιμήν του Ερμά). Με βεβαιότητα κανονικά θεωρεί ο Ωριγένης τα τέσσερα ευαγγέλια, τις Πράξεις, δεκατρείς επιστολές του Παύλου, την 1 Πέτρου, την 1 Ιωάννου και την Αποκάλυψη. Οι υπόλοιπες καθολικές επιστολές παρατίθενται συχνά απ’ αυτόν, αλλά σύμφωνα με δήλωσή του δεν ήταν γενικώς αναγνωρισμένες. Άλλα έργα που χρησιμοποιεί, όπως ο Ποιμήν και η Διδαχή, δε θεωρούνται Αγία Γραφή. Την Αποκάλυψη τη δέχεται, αλλά δε τη συμπαθεί ιδιαίτερα. Η αμφιβολία γι’ αυτό το βιβλίο θα παραμείνει ως τον 4ο αιώνα. Ωστόσο, στη Δύση η Αποκάλυψη γίνεται σταθερά δεκτή από τα τέλη του 2ου αιώνα. Αντίθετα, η Προς Εβραίους έγινε νωρίς δεκτή στην Ανατολή, αλλά στη Δύση ακόμη και κατά τον 4ο αιώνα αμφισβητούνταν. Για τις καθολικές επιστολές υπάρχει μια γενική αβεβαιότητα που διήρκεσε πολύ. Μόνο σταδιακά δημιουργείται ένας κανόνας 7 επιστολών που διαφέρει από περιοχή σε περιοχή.
Κατά ένα περίεργο τρόπο σχεδόν η ίδια κατάσταση πραγμάτων ανευρίσκεται και έναν αιώνα αργότερα (αρχές 4ου αιώνα) στον Ευσέβιο Καισαρείας. Ο Ευσέβιος  γύρω στα 325 καταγράφει τις απόψεις της εποχής του περί αυθεντικότητας των κειμένων της Καινής Διαθήκης, χρησιμοποιώντας τη μαρτυρία και των άλλων Εκκλησιών και ομαδοποιώντας τα κείμενα σε ομολογούμενα, αντιλεγόμενα (αμφισβητούμενα) και νόθα (αιρετικά). Στα ομολογούμενα, δηλαδή αυτά που τα δέχονταν όλες οι Εκκλησίες ανεξαιρέτως, ανήκουν τα τέσσερα ευαγγέλια, οι Πράξεις, οι επιστολές του Παύλου –μεταξύ τους και η Προς Εβραίους- η 1 Ιωάννου, η 1 Πέτρου και ίσως η Αποκάλυψη του Ιωάννη, για την οποία σημειώνεται ότι ορισμένοι δεν την δέχονται. Η διστακτικότητα του Ευσέβιου απέναντι στην Αποκάλυψη οφειλόταν προφανώς στη χρήση του έργου από τους Μοντανιστές και άλλους αιρετικούς. Την ίδια διστακτικότητα βρίσκουμε γύρω στα 350 στον Κύριλλο Αλεξανδρείας, ενώ σήμερα ως γνωστόν η Αποκάλυψη είναι το μόνο βιβλίο της Καινής Διαθήκης που δε διαβάζεται στην εκκλησία. Πάντως, μετά τα μέσα του 4ου αιώνα κανένας εντός της Εκκλησίας δεν αμφισβήτησε σοβαρά την αυθεντικότητά της.
                Τα αμφισβητούμενα βιβλία είναι κατά τον Ευσέβιο η επιστολή του Ιακώβου, του Ιούδα,  η 2 Πέτρου και η 2 και 3 Ιωάννου. Στα αιρετικά βιβλία ανήκουν οι Πράξεις Παύλου, ο Ποιμήν του Ερμά, η Αποκάλυψη Πέτρου, η Επιστολή του Βαρνάβα, οι Διδαχές των Αποστόλων και το Ευαγγέλιο των Εβραίων, το Κατά Θωμάν, το Ευαγγέλιο του Ματθία, οι Πράξεις Ανδρέα, οι Πράξεις Ιωάννου κ.ο.κ.
                Στα 363 μ.Χ. η σύνοδος της Λαοδίκειας σημείωνε ως κανονικά 26 από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης όπως τη γνωρίζουμε, παραλείποντας την Αποκάλυψη. Στα 367 μ.Χ. ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας δίνει το δικό του κατάλογο κανονικών βιβλίων στη Λθ΄ εορταστική επιστολή του, η οποία απευθυνόταν στις εκκλησίες και τα μοναστήρια της Αιγύπτου. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης που δέχεται η Εκκλησία ακόμη και σήμερα, αλλά πρόκειται περισσότερο για έναν προσωπικό κατάλογο παρά επιβεβαίωση ενός οριστικού κανόνα που ήδη είχε επικυρωθεί από κάποια σύνοδο.  Τριάντα χρόνια μετά τον Αθανάσιο, το 397 μ.Χ, η σύνοδος της Καρχηδόνος, στην οποία ήταν παρών και ο Αυγουστίνος, επιβεβαίωσε επίσημα τον κανόνα της Καινής Διαθήκης που γνωρίζουμε.[6] Στη Δύση αυτός ο κανόνας δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά μέχρι τη Μεταρρύθμιση. Στην Ανατολή η Συριακή Εκκλησία δεν αποδέχεται τη 2 Πέτρου, τις 2 και 3 Ιωάννου, την επιστολή του Ιούδα και την Αποκάλυψη, ενώ η Αιθιοπική Εκκλησία –πέραν των 27 κανονικών- δέχεται 8 επιπλέον κείμενα.






[1] Στα αρχαία Ελληνικά η λέξη κανών είχε τις σημασίες «ίσια βέργα», «στάθμη», «χάρακας». Μεταφορικά δήλωνε τις έννοιες «κριτήριο», «μέτρο» «κανόνας» και «καθορισμένο πρότυπο». Στην Παλαιά Διαθήκη η λέξη χρησιμοποιείται 3 φορές: Ιουδήθ 13.6 / Μιχ. 7.4 / Δ΄ Μακ. 7.21. Στο τελευταίο χωρίο η λέξη συνδέεται στενά με τη φιλοσοφία, στο πεδίο της οποίας αποκτά την ηθική και φιλοσοφική σημασία του κριτηρίου και του προτύπου, προσεγγίζοντας σχεδόν την έννοια του νόμου. Ο ηθικός νόμος και συγκεκριμένα ιδανικά περιγράφονται ως κανών ή κανόνες. Η ιδέα αυτή έγινε πολύ σημαντική ειδικά στους Επικούρειους και τους Στωικούς. Βλ. λ.χ. Επίκτ., Διατρ. 2.11.24. Στην Καινή Διαθήκη η λέξη απαντά 4 φορές (Γαλ. 6.16 / 2 Κορ. 10, 13, 15, 16), όπου φαίνεται να σημαίνει κανόνας συμπεριφοράς, πρότυπο. Στο 2ο και 3ο αιώνα η λέξη χρησιμοποιείται σε χριστιανικά κείμενα στις εκφράσεις κανών της αληθείας και κανών της πίστεως για να δηλώσει τις βασικές αρχές της αληθινής πίστης που αναγνωριζόταν από την Εκκλησία και έπρεπε να αποδέχεται και να τηρεί ο πιστός. Μια άλλη εκκλησιαστική έννοια του κανόνος χρησίμευε προκειμένου να δηλωθεί ένα καταλογικό σύνολο βιβλίων που θεωρούνταν έγκυρα από τις Εκκλησίες. Αυτή είναι και η χρήση που κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ. Η χρήση αυτή φαίνεται να καθιερώθηκε γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα. Συγκεκριμένα την ανευρίσκουμε στον 59ο όρο της συνόδου της Λαοδίκειας (363 μ.Χ.), όπου αναφέρεται ότι τα βιβλία που δεν ανήκουν στον κανόνα (ἀκανόνιστα βιβλία) δεν πρέπει να διαβάζονται στις εκκλησίες. Η λέξη κανών με την έννοια του καταλόγου ή του πίνακα υπάρχει σε προχριστιανικά κείμενα αστρονομικού ή αστρολογικού χαρακτήρα. Επίσης δήλωνε και χρονολογικούς πίνακες. Υπάρχει, ωστόσο, έντονη διαφωνία ακόμη και σήμερα για το αν ήταν απλώς η φορμαλιστική σύλληψη ενός επίσημου καταλόγου κειμένων ή αν ήταν το περιεχόμενο και η σημασία -για την πίστη και το δόγμα- των αποστολικών γραπτών που προκάλεσε τη χρήση της λέξης κανών για τη συλλογή των αναγνωρισμένων από την Εκκλησία βιβλίων. Ορισμένοι μελετητές, πάλι, πιστεύουν ότι πριν τον 4ο αιώνα δεν ήταν τόσο το γράμμα του κειμένου όσο το περιεχόμενο του κειμένου που καθόριζε την έννοια του κανόνος τόσο στον πρώιμο ραββινικό Ιουδαϊσμό όσο και στην Εκκλησία. Έτσι, λένε, θα μπορούσε να εξηγηθεί η εκφραστική ελευθερία με την οποία οι πρώιμοι Χριστιανοί μέχρι τον Ειρηναίο παρέθεταν τα ευαγγελικά χωρία, τα οποία δε θεωρούνταν ακόμη μη αλλοιώσιμα ιερά βιβλία. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα άνθρωποι που θεωρούσαν ως κανονιστικές για τη ζωή και την πίστη τους τις διδασκαλίες που περιέχονταν σε ορισμένα βιβλία να αντιμετώπιζαν και το ακριβές κείμενο αυτών των βιβλίων ως θέμα κρίσιμης σημασίας. 
[2] Δεν είναι παράξενη η μεγάλη εκτίμηση που έτρεφαν οι Χριστιανοί για τους Αποστόλους ως φορείς του πρωταρχικού μηνύματος του ευαγγελίου. Είχαν γνωρίσει τον Ιησού προσωπικά και το κύρος τους ήταν γενικά αποδεκτό. Ωστόσο, αυτό το κύρος δεν πήγαζε από την ίδια τους την προσωπικότητα, αλλά από την πρώιμη χριστιανική πεποίθηση ότι το Άγιο Πνεύμα ενεργούσε μέσω αυτών των πρώτων μαρτύρων. Αυτή η πεποίθηση θα παίξει θεμελιώδη ρόλο σε όλη την μετέπειτα πορεία διαμόρφωσης του κανόνα.
[3] Υπάρχει και η άποψη ότι μια πρώτη συλλογή των επιστολών του έκανε ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος και ότι μ’ αυτόν τον τρόπο συνέβαλλε στη διαμόρφωση της ιδέας ενός κλειστού κανόνα κειμένων για την Καινή Διαθήκη.
[4] Το Διατεσσάρων αναγνωριζόταν ως Αγία Γραφή στη Συρία μέχρι και τον 5ο αιώνα μ.Χ. Αυτή η επιβίωση καθιστά σαφές το γεγονός ότι η προσπάθεια του Τατιανού θεωρούνταν νόμιμη το 2ο αιώνα. Οι επιστολές του Παύλου πιθανώς δε θεωρούνταν ισότιμες με τα ευαγγέλια από τον Τατιανό. Αντίθετα ο Θεόφιλος Αντιοχείας (2ο μισό του 2ου αιώνα) θεωρεί τόσο τα ευαγγέλια όσο και τις επιστολές του Παύλου Αγία Γραφή.  
[5] Ωστόσο, ακόμη και γύρω στα 200 μ.Χ. υπήρχε η δυνατότητα να θεωρηθούν και άλλα κείμενα, που έμειναν αργότερα έξω από τον οριστικό κανόνα, ως νόμιμα. Για παράδειγμα γνωρίζουμε από τον Ευσέβιο (Εκκλ. ιστ. 6.12.2 κ.εξ.) ότι ο Σεραπίων Αντιοχείας αρχικά επέτρεψε την ανάγνωση του Ευαγγελίου του Πέτρου στην εκκλησία, αλλά αργότερα, όταν πείστηκε ότι ήταν αιρετικό, το απαγόρευσε. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι και δογματικοί παράγοντες έπαιζαν ρόλο στη διαδικασία διαμόρφωσης του κανόνα.
[6] Ωστόσο, η σύνοδος της Καρχηδόνος φαίνεται ότι απλώς επιβεβαίωσε τον κανόνα που είχε συνταχθεί ήδη 4 χρόνια πριν, το 393 μ.Χ., από τη σύνοδο της Ιππώνος. Τα πρακτικά, όμως, αυτής της συνόδου έχουν χαθεί.