Η προφορά του φθόγγου /ρ/ στα αρχαία Ελληνικά


Ο φθόγγος /ρ/ κατατασσόταν από τους αρχαίους γραμματικούς στα λεγόμενα υγρά σύμφωνα, συνήθως μαζί με το /λ/, αλλά ενίοτε και μαζί με τα /μ,ν/, τα λεγόμενα έρρινα. Η διεθνής ορολογία liquid προέρχεται από το λατινικό liquidus, το οποίο αποτελεί με τη σειρά του μετάφραση του ελληνικού όρου. Σύμφωνα με την πιο αποδεκτή ερμηνεία ο όρος σημαίνει εδώ «ρευστά, ασταθή» και επινοήθηκε από μετρική σκοπιά: συμφωνικά συμπλέγματα που αποτελούνται από ένα κλειστό σύμφωνο + ρ,λ,μ,ν μπορούν από μετρική άποψη να κάνουν την ποσότητα μιας προηγούμενης συλλαβής που περιέχει βραχύ φωνήεν «βαριά» ή «ελαφριά» ανάλογα με τις μετρικές ανάγκες. Για παράδειγμα η γενική πατρός, αν συλλαβιζόταν στο στίχο ως πατρ-ός έδινε βαριά συλλαβή (πατρ-), ενώ αν συλλαβιζόταν πατ-ρός έδινε ελαφριά (πατ- ).
Από τις περιγραφές των αρχαίων γραμματικών και του Πλάτωνα συμπεραίνουμε ότι στα περισσότερα περιβάλλοντα το /ρ/ προφερόταν παλλόμενο και ηχηρό, όπως και σήμερα. Ωστόσο σε ορισμένα περιβάλλοντα φαίνεται ότι είχε και μια άηχη, δασυνόμενη ποικιλία (αλλόφωνο). Αυτό μαρτυρείται πρώτα-πρώτα από το γεγονός ότι στις περισσότερες ελληνικές διαλέκτους το αρχικό ρ- δασύνεται, ῥ, δηλαδή ακουγόταν ως rh. Την προφορά μαρτυρούν και τα λατινικά δάνεια, όπως λ.χ. rhetor = ῥήτωρ. Αρχαϊκές επιγραφές που χρησιμοποιούν το Η (h), για να δηλώσουν τη δασεία, σημειώνουν το δασυνόμενο ρ, όπως ο κερκυραϊκός τύπος ΡΗΟFΑΙΣΙ (=ρhοFαῖσι = αττικό ῥοαῖσι), παλαιό αττικό Φρεάρhιος σε όστρακα από τον οστρακισμό του Θεμιστοκλή, βοιωτικό hραφσαFοιδοῖ = ῥαψῳδῷ. Ο βοιωτικός τύπος, αλλά και η αρχαία αρμενική μεταγραφή hretor (ομοίως στην Κοπτική Αιγυπτιακή), δείχνουν ότι η δασεία μπορούσε ορθογραφικά να σημειώνεται και πριν και μετά από το /ρ/. Αυτό δείχνει ότι η δασεία δεν αποτελούσε εδώ ξεχωριστό φθόγγο, αλλά μέρος της ποιότητας του φθόγγου, δηλαδή ο φθόγγος ήταν ο ίδιος δασύς. Η σύγχρονη τσακωνική εξέλιξη ši- (=παχύ σίγμα) από λακωνικό ῥι- παρέχει διαλεκτική υποστήριξη σ’ αυτήν την προφορά. Σε νομίσματα της δυναστείας Kušan (2ος αιώνας μ.Χ.) που χρησιμοποιούν το ελληνικό αλφάβητο ο ιρανοβακτριανός φθόγγος š αποδίδεται με το ελληνικό Ρ.
Ψιλωτικές διάλεκτοι, όπως η αιολική, φαίνεται ότι πρόφεραν ηχηρά και το αρκτικό ρ-, όπως λ.χ. ῤάρος (=έμβρυο, βρέφος) που παραδίδεται από τον σχολιαστή του Διονυσίου του Θρακός ως αιολική λέξη. Το αναδιπλασιασμένο -ρρ- στο εσωτερικό λέξης σύμφωνα με τους γραμματικούς ήταν ψιλωμένο στο πρώτο του στοιχείο και δασυνόμενο στο δεύτερο, δηλαδή ῤῥ. Ο φθόγγος επομένως άρχιζε ως ηχηρός και κατέληγε ως δασύς.   
Από τους αρχαίους γραμματικούς μαθαίνουμε ότι το -ρ- ήταν δασύ και ύστερα από δασέα κλειστά σύμφωνα, δηλαδή στα συμπλέγματα φρ, χρ, θρ. Δηλαδή η δασύτητα του πρώτου φθόγγου επηρέαζε και το ρ. Αυτό υποδεικνύουν και λατινικές μεταγραφές, όπως Prhygia, Crhysippus. Αυτή η εξέλιξη μάς βοηθά να καταλάβουμε και την αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή γιατί το τέτρ-ἱππος γράφεται τέθριππος και το προ-ὁρα (=prohora) γίνεται φρουρά. Στην τελευταία λέξη η δασύτητα μεταφέρεται στο ρ (>ῥ), τα δύο φωνήεντα συναιρούνται και στη συνέχεια το ῥ μεταφέρει τη δασύτητά του στο προηγούμενο σύμφωνο (π>πh>φ).  
Φαίνεται ότι η δασύτητα του αρκτικού ρ- οφείλεται στο ιστορικό γεγονός ότι προήλθε τις περισσότερες φορές από προηγούμενο σρ-. Το σ- γινόταν δασεία που μεταφερόταν μετά στο ρ, δηλαδή σρ>hρ>ῥ-. Π.χ. σρέω>ῥέω. Από εδώ επηρεάστηκαν και αρχαία συμπλέγματα που άρχιζαν με δίγαμμα, δηλαδή wρ>hρ>ῥ-. Π.χ. wρέζω>ῥέζω.

Στον προφορικό αρχαίο λόγο φαίνεται ότι ένα αρχικό ρ- μπορούσε να αναδιπλασιαστεί, εάν σε συνεχόμενη ροή λόγου τύχαινε να βρεθεί μετά από ληκτικό βραχύ φωνήεν. Αυτό γίνεται αντιληπτό έμμεσα χάρη σε μετρικές ιδιομορφίες στα διαλογικά μέρη της τραγωδίας και της κωμωδίας. Π.χ. η συνεκφορά τίνι ῥυθμῷ (Ευρ., Ελ. 772) προϋποθέτει από μετρική άποψη συνεχόμενη προφορά τίνιρρυθμῷ, δηλαδή ο ποιητής μεταχειρίζεται το ρ σαν να είναι στο εσωτερικό μιας και μόνο λέξης.