Ὡς εἰσίν ἤ ὡς οὐκ εἰσίν: ο Πρωταγόρας και οι θεοί



      Μια από τις διασημότερες φιλοσοφικές ρήσεις της αρχαιότητας ανήκει στον Σοφιστή Πρωταγόρα και σχετίζεται με το ζήτημα των θεών (απ. Β 4 DK):

ὁ μὲν γὰρ Δημοκρίτου γεγονὼς ἑταῖρος ὁ Πρωταγόρας ἄθεον ἐκτήσατο δόξαν· λέγεται γοῦν τοιᾶιδε κεχρῆσθαι εἰσβολῆι ἐν τῶι Περὶ θεῶν συγγράμματι· «περὶ μὲν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι͵ οὔθ΄ ὡς εἰσὶν οὔθ΄ ὡς οὐκ εἰσὶν οὔθ΄ ὁποῖοί τινες ἰδέαν· πολλὰ γὰρ τὰ κωλύοντα εἰδέναι ἥ τ΄ ἀδηλότης καὶ βραχὺς ὢν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου».

Γιατί ο σύντροφος του Δημόκριτου, ο Πρωταγόρας, απέκτησε τη φήμη άθεου. Λέγεται, δηλαδή, ότι ξεκινά με τον εξής πρόλογο στο Περί θεών σύγγραμμά του: «Όσον αφορά τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω ότι υπάρχουν ή ότι δεν υπάρχουν, ούτε ποια είναι η μορφή τους. Γιατί αυτά που εμποδίζουν τη γνώση είναι πολλά: η δυσκολία κατανόησης του θέματος και η συντομία της ανθρώπινης ζωής».

Το απόσπασμα είναι ενδιαφέρον από πολλές απόψεις, ενώ η μετάφρασή του εδώ εμπεριέχει πολλές έμμεσες φιλοσοφικές παραδοχές. Στο χωρίο γίνεται προσπάθεια να ενταχθεί ο Πρωταγόρας στον ρου της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης μέσω της σύνδεσής του με τον Δημόκριτο: ο Πρωταγόρας εδώ, αλλά και σε άλλες πηγές, θεωρείται μαθητής του Δημόκριτου, μια σχέση χρονολογικά αδύνατη, αφού ο Πρωταγόρας είναι σχεδόν κατά μια γενιά αρχαιότερος του Δημόκριτου. Η σύνδεση πάντως των δύο φιλοσόφων ευνοήθηκε από το ότι κατάγονται από την ίδια πόλη (Άβδηρα), από το ότι ο Δημόκριτος είχε αποκτήσει κι αυτός τη φήμη του άθεου και από την προσπάθεια των Επικουρείων, πνευματικών μαθητών του Δημόκριτου, να εξυψώσουν τον πρόδρομο της σκέψης τους σε σχέση με τον Πρωταγόρα. Δεν ανταποκρίνεται, όμως, στην ιστορική αλήθεια, αφού ο Δημόκριτος πίστευε σαφώς στην ύπαρξη των θεών, τους οποίους θεωρούσε υπάρξεις αποτελούμενες από πολύ λεπτά άτομα. Ο χαρακτηρισμός του Δημόκριτου ως άθεου οφείλεται πιθανότητα στο ότι συνδέθηκε αργότερα στενά με τους Επικουρείους, οι οποίοι θεωρούνταν άθεοι.
Από το απόσπασμα μαθαίνουμε επίσης ότι ο Πρωταγόρας είχε ασχοληθεί με το ζήτημα των θεών σε ξεχωριστή πραγματεία με τον εύγλωττο τίτλο Περί θεών. Δυστυχώς η σχεδόν παντελής απώλεια των σοφιστικών συγγραμμάτων μάς έχει αφήσει με απομονωμένες ρήσεις εκτός συμφραζομένων, γεγονός που καθιστά δυσχερή την πλήρη κατανόησή τους και την ασφαλή ερμηνεία τους.
Πολλά εξαρτώνται στο πώς θα ερμηνεύσουμε το παραπάνω απόσπασμα, και επομένως τη θέση του Πρωταγόρα για το ζήτημα των θεών, από την απόδοση της φράσης ...ὡς εἰσὶν  ...ὡς οὐκ εἰσὶν. Οι ερμηνευτές με κλασικό φιλολογικό υπόβαθρο τείνουν να αντιλαμβάνονται εδώ το εἰσίν με την υπαρκτική του σημασία «υπάρχουν» και το μόριο ὡς ως ειδικό σύνδεσμο. Έτσι προκύπτει η μετάφραση που δίνεται παραπάνω: «Όσον αφορά τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω ότι υπάρχουν ή ότι δεν υπάρχουν». Άλλοι, όμως, ερευνητές με φιλοσοφικό υπόβαθρο τείνουν να αντιλαμβάνονται το εἰσίν με τη σημασία «είναι» και το μόριο ως ερωτηματικό με τροπική χροιά. Σ’ αυτή την περίπτωση η μετάφραση θα ήταν: «Όσον αφορά τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω ούτε πώς είναι ούτε πώς δεν είναι». Οι δύο ερμηνείες έχουν βαθιά φιλοσοφική διαφορά: η πρώτη αποδίδει στον Πρωταγόρα έναν «ισχυρό» αγνωστικισμό: ο φιλόσοφος δεν μπορεί να αποφανθεί για το αν υπάρχουν ή όχι οι θεοί. Η δεύτερη αποδίδει στον Πρωταγόρα έναν «ασθενή» αγνωστικισμό: ο φιλόσοφος αποδέχεται την ύπαρξη των θεών, αλλά δεν μπορεί να αποφανθεί με ακρίβεια για τον τρόπο ύπαρξης και για τη μορφή τους. Φαινομενικά η δεύτερη ερμηνεία μοιάζει να έχει το προβάδισμα, αφού στη συνέχεια του αποσπάσματος γίνεται πράγματι λόγος για τη μορφή των θεών: «...ούτε ποια είναι η μορφή τους». Ωστόσο μια γενικότερη επισκόπηση της παράδοσης θέτει σε αμφιβολία αυτή την ερμηνεία: ο Πρωταγόρας αναφέρεται σταθερά στους διάφορους καταλόγους αθέων, λέγεται ότι εξορίστηκε από την Αθήνα με την κατηγορία της αθεΐας και ότι τα βιβλία του κάηκαν δημόσια γι’ αυτό το λόγο. Μια τέτοια παράδοση δύσκολα ερμηνεύεται, εάν η θέση του Πρωταγόρα ήταν σαφώς υπέρ της ύπαρξης των θεών με μια δόση αμφιβολίας για τη μορφή τους. Αντίθετα η θέση περί «ισχυρού» αγνωστικισμού, με τον φιλόσοφο να είναι αβέβαιος για την ίδια την ύπαρξη των θεών, μπορεί να εξηγήσει την παράδοση περί αθεΐας του Πρωταγόρα. Ο ίδιος εξηγεί στο παραδομένο απόσπασμα για ποιο λόγο δεν μπορεί να αποφανθεί: το θέμα είναι δύσκολο και ασαφές και η ανθρώπινη ζωή πολύ σύντομη, για να σχηματίσει κανείς μια οριστική άποψη. Η αναστολή της κρίσης είναι η μόνη δυνατή φιλοσοφική στάση. Το γεγονός ότι η πρωταγόρεια φράση φαίνεται να κυκλοφορούσε στην αρχαιότητα, από ένα σημείο και μετά, ως απομονωμένο φιλοσοφικό ρητό βοήθησε στο να θεωρηθεί ο Πρωταγόρας άθεος: η άρνηση απόφανσης για την ύπαρξη των θεών μετατρέπεται εύκολα στην παράδοση σε άρνηση της ύπαρξής τους. Βλ. λ.χ. όσα χαρακτηριστικά λέει ο Διογένης από τα Οινόανδα (Α 23 DK) για το θέμα: «ο Πρωταγόρας είπε ότι δεν γνωρίζει αν υπάρχουν οι θεοί. Αυτό όμως είναι σαν να λέει κανείς ότι ξέρει πως δεν υπάρχουν».