Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να
έχουν ένα κεντρικό όνομα που αναφερόταν στην οικογένεια ή το γένος του ατόμου. Αυτό
το όνομα το αποκαλούσαν gentile. Ταυτίζεται
λίγο-πολύ με τα σημερινά επίθετα. Παραδείγματα τέτοιων επιθέτων ήταν τα ονόματα
των μεγάλων οικογενειών, όπως των Ιουλίων ή των Κλαυδίων. Για να ξεχωρίσει
καλύτερα ένα συγκεκριμένο άτομο, έμπαινε μπροστά από το όνομα του γένους το
ατομικό του όνομα, το praenomen, αυτό
που εμείς θα λέγαμε «μικρό» όνομα. Ο αριθμός των μικρών ονομάτων ήταν σχετικά
περιορισμένος και περιλαμβάνει γνωστά από την ιστορία ονόματα όπως Γάιος,
Μάρκος και άλλα. Ένας άνθρωπος μπορούσε να προσδιοριστεί με ακόμη μεγαλύτερη
ακρίβεια μέσω της αναφοράς του μικρού ονόματος του πατέρα του ή συνηθέστερα με
τη χρήση αυτού που οι Ρωμαίοι ονόμαζαν cognomen.
Τα cognomina μπορούμε να το αποκαλέσουμε
παρωνύμια, γιατί συνήθως προέρχονταν από παρατσούκλια ή από τιμητικούς τίτλους.
Για παράδειγμα ο Κορνήλιος Σκιπίωνας είχε το παρατσούκλι Αφρικανός, λόγω της
νίκης του στην Αφρική εναντίον των Καρχηδονίων. Συχνά το παρατσούκλι αυτό
εξελισσόταν σε ιδιαίτερο επίθετο για το συγκεκριμένο παρακλάδι της οικογένειας,
όπως ακριβώς συνέβη με το παρατσούκλι Αφρικανός. Τέλος, το όνομα ενός ανθρώπου μπορεί
να περιλάμβανε και ακόμη ένα προσδιοριστικό που φανέρωνε ιδιαίτερες σχέσεις με κάποιο
άλλο πρόσωπο. Σε τέτοιες περιπτώσεις το όνομα ενός ανθρώπου μπορούσε να γίνει
εξαιρετικά περίπλοκο, όπως για παράδειγμα το όνομα Publius Κορνήλιος Σκιπίων
Αιμιλιανός Αφρικανός, όπου το Αιμιλιανός προέρχεται από το γεγονός ότι ήταν εξ
αίματος γιος του Αιμίλιου Παύλου. Γενικά ωστόσο κυριαρχούσε συντριπτικά η
απλούστερη χρήση των τριών ονομάτων, μικρό όνομα (praenomen), επίθετο (gentile), παρωνύμιο (cognomen). Μάλιστα στην αυτοκρατορική εποχή
το παρωνύμιο είναι αυτό που φτάνει να κυριαρχεί. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί Ρωμαίοι
αυτοκράτορες και άλλα διάσημα πρόσωπα είναι γνωστά στην ιστορία ακριβώς μέσω
των παρωνυμίων τους (Κικέρων, Αύγουστος, Καλιγούλας, Καρακάλλας, Κόμμοδος
κ.ά.).
Το σύστημα των τριών
ονομάτων πρέπει να προέκυψε από κάτι απλούστερο. Άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί
της αρχαιότητας, όπως οι Έλληνες ή οι Κέλτες, χρησιμοποιούσαν συνήθως ένα
ιδιαίτερο μικρό όνομα, πολλές φορές σύνθετο, και το όνομα του πατέρα, αν
χρειαζόταν. Για παράδειγμα Περικλής Ξανθίππου. Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν
εναλλακτικά, αντί για τη γενική του ονόματος του πατέρα, και ένα πατρωνυμικό
σε -ιος, όπως για παράδειγμα Αίας Τελαμώνιος,
ο Αίας ο γιος του Τελαμώνα. Φαίνεται ότι και στην Ιταλία αρχικά χρησιμοποιούνταν
το ίδιο σύστημα. Για παράδειγμα το Marcius ήταν στην πραγματικότητα αρχικά ένα
πατρωνυμικό (=γιος του Μάρκου) από το όνομα Μάρκος με την προσθήκη της κατάληξης -ius. Η μετατροπή του σε gentile μας οδηγεί στο να συμπεράνουμε ότι η
μεγάλη πλειοψηφία των επιθέτων (gentile) αυτού του τύπου ήταν αρχικά πατρωνυμικά (πβ. λ.χ. και Iulius από Iulus), των
οποίων η σημασία διευρύνθηκε και κατέληξαν να σημαίνουν αντί για τον πατέρα του
συγκεκριμένου ανθρώπου τον πρόγονο όλης της οικογένειας ή του γένους.
Η χρήση του σύνθετου
αυτού συστήματος ονοματοδοσίας πρέπει να οφείλεται στην εισαγωγή της γραφής
στην περιοχή από τους Έλληνες: η γραφή επιτρέπει στον γραφειοκράτη την
πολυτέλεια μιας ακριβέστερης καταγραφής των ονομάτων των πολιτών για αρχειακούς
λόγους (φορολογία, στράτευση και άλλα). Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση η πρώτη
ρωμαϊκή απογραφή έγινε από τον Σέρβιο Τούλλιο
το 509 π.Χ., ωστόσο το σύστημα των τριών ονομάτων πιθανόν να προϋπήρχε.
[ΠΗΓΗ: James Clackson and Geoffrey Horrocks, The Blackwell History of the Latin Language, Blackwell Publishing 2007, 42-45]
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου