Η λέξη Σειρήν
(στα αττικά αγγεία συχνά Σιρήν, ενώ ο
δωρικός τύπος φαίνεται ότι είχε ήτα, όπως υποδεικνύει ο τύπος του Αλκμάνα Σηρηνίδων) είναι πολύ αρχαία, αφού
μαρτυρείται ήδη στη μυκηναϊκή εποχή στη σύνθετη λέξη σειρημοκαράωρ: το σύνθετο δείχνει ότι την εποχή αυτή (γύρω στα
1400-1200 π.Χ.) ή τουλάχιστον στη συγκεκριμένη διάλεκτο, η λέξη είχε ακόμη θέμα
σε -μ και όχι σε -ν, Σειρημο-, ενώ το
δεύτερο συνθετικό παράγεται από τη λέξη κάρα
(κεφάλι). Το σύνθετο θα μπορούσε να αποδοθεί ως «αυτός που έχει κεφαλή σειρήνας»
και αντιστοιχεί πάντα σε διακοσμητικό στοιχείο καρέκλας, πλάι σε παρόμοια
σύνθετα όπως το ὀνοκαράωρ (με κεφαλή
όνου) σε άλλες πινακίδες.
Ετυμολογικά η λέξη πρέπει
να συνδέεται με το άστρο Σείριος, αφού ο Σείριος υποδηλώνει την καλοκαιρινή
κάψα, ενώ οι Σειρήνες ως προς την καταγωγή φαίνεται ότι αρχικά ήταν θεότητες
του μεσημεριού και της συνακόλουθης γαλήνης στη θάλασσα. Η λέξη Σείριος,
πάλι, προτού γίνει κύριο όνομα άστρου ήταν επίθετο, όπως φαίνεται από το
γεγονός ότι μπορεί να χαρακτηρίσει τον ήλιο, τα άστρα, ακόμη και τα πλοία: στους
Πέρσες του Τιμόθεου προσδιορίζει τη
λέξη νᾶες, πλοία, με τη μεταφορική
έννοια «καταστροφικά (πλοία)» (από επέκταση της σημασίας «καυτός»). Ο Σείριος
με τη σειρά του κατάγεται από τη λέξη σείω = ερεθίζω, κουνώ, σείω, πάλλω,
ταλαντώνω, μεταφορικά σπινθηροβολώ ή λαμπυρίζω. Από την τελευταία, μεταφορική
σημασία, θα προέκυψε το επίθετο σείριος = λαμπερός (μετά ακτινοβόλος,
θερμός, καυτός).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου