Ένα υβρίδιο
Έχω ένα περίεργο
ζώο, είναι μισό γατί, μισό αρνί. Το έχω κληρονομήσει απ’ τον πατέρα μου.
Μεγάλωσε, όμως, στα χέρια τα δικά μου. Παλιότερα έφερνε πιο πολύ προς το αρνί
παρά προς το γατί. Τώρα έχει πάρει κι από τα δυο το ίδιο. Από το γατί βαστάει το
κεφάλι και τα νύχια, από τ’ αρνί το μέγεθος και το σώμα. Κι από τα δυο έχει
πάρει τα μάτια, που είναι άγρια και τρεμοπαίζουν, το τρίχωμα, που είναι απαλό και
κρέμεται κολλητά στο σώμα του, τις κινήσεις, όταν χοροπηδάει κι όταν πηγαίνει
μουλωχτά. Ξαπλώνει στο παράθυρο, στο περβάζι, κουλουριάζεται και γουργουρίζει. Σαν
τρελό ξεχύνεται στο χωράφι κι είναι σχεδόν αδύνατο να το πιάσεις. Τραβιέται
μακριά από τις γάτες και κάνει να ορμήσει στα πρόβατα. Τις νύχτες με φεγγάρι η
αγαπημένη του βόλτα είναι στα κεραμίδια. Δεν μπορεί να νιαουρίσει και
σιχαίνεται τα ποντίκια. Μπορεί να κάτσει και να στήσει καρτέρι με τις ώρες
δίπλα στο κοτέτσι, άλλα ποτέ του δεν του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει κάτι κακό.
Το τρέφω με
γάλα. Απ’ όλα αυτό φαίνεται ότι του αρέσει πιο πολύ. Μέσα από τα δόντια του,
που είναι δόντια αρπακτικού, ρουφάει το γάλα με μεγάλες ρουφηξιές. Φυσικά
είναι μεγάλη πηγή διασκέδασης για τα παιδιά. Οι ώρες επίσκεψης είναι το πρωί
της Κυριακής. Κάθομαι με το ζώο στα γόνατα και μαζεύονται γύρω μου τα παιδιά απ’
όλη τη γειτονιά.
Τότε είναι που μου
κάνουν δύσκολες ερωτήσεις, στις οποίες κανένας δε θα μπορούσε ν’ απαντήσει: γιατί
να υπάρχει μονάχα ένα τέτοιο ζώο; Γιατί εγώ κι όχι κάποιος άλλος να το ’χει
δικό του; Υπήρξε κι άλλοτε τέτοιο ζώο και τι θα γινόταν αν πέθαινε; Αισθάνεται
μοναξιά; Γιατί δεν έχει παιδιά; Πώς το λένε; κ.τ.λ.
Ποτέ δεν μπήκα στον
κόπο να δώσω μια απάντηση κι αρκούμαι να επιδεικνύω το ζώο μου, χωρίς πολλές
εξηγήσεις. Κάποτε τα παιδιά κουβαλάνε και γάτες μαζί τους. Μια άλλη φορά πάλι
έφεραν δυο αρνάκια. Παρ’ όλες τις ελπίδες τους δεν ακολούθησε καμιά σκηνή αναγνώρισης.
Τα ζώα κοιτιόνταν ήρεμα με τα ζωώδη μάτια τους κι είναι ολοφάνερο ότι
παραδέχτηκαν την ύπαρξη το ένα το άλλου σαν δημιούργημα του Θεού.
Όταν κάθεται στα
γόνατά μου, ούτε φόβο αισθάνεται το ζώο, ούτε καμιά λαχτάρα φυγής. Πιο
ευτυχισμένο φαίνεται σαν το πιέζω πάνω μου. Παραμένει πιστό στην οικογένεια
που το μεγάλωσε. Δεν υπάρχει, βέβαια, κανένα σημάδι εξαιρετικής αφοσίωσης, άλλα
απλά και μόνο κάνει ό,τι του λέει το γνήσιο ένστικτο ενός ζώου, που αν κι έχει
σ’ όλο τον κόσμο αναρίθμητους συγγενείς εξ αγχιστείας, δεν έχει πιθανώς ούτε
έναν εξ αίματος, και είναι συνεπώς ιερή η προστασία που βρήκε σε μας.
Μερικές φορές δεν
μπορώ να βαστηχτώ και να μη γελάσω, σαν με τριγυρνάει και με μυρίζει και σαν τυλίγεται στα πόδια μου και δε θέλει να μ’ αφήσει. Χωρίς να ’ναι ευχαριστημένο
που είναι γάτα και αρνί, επιμένει από την άλλη να κάνει το σκύλο. Όταν κάποτε
είχα καθίσει και σκεφτόμουνα, πράγμα που μπορεί να συμβεί στον καθένα, κι
έβλεπα ότι δεν υπήρχε διέξοδος στα επαγγελματικά μου προβλήματα και σε όσα εξαρτώνται
από αυτά, και είχα καταλήξει ν’ αφήσω τα πράγματα να κυλήσουν στην τύχη τους,
τότε καθώς καθόμουνα στο δωμάτιό μου σ' αυτήν την κατάσταση, στην κουνιστή πολυθρόνα
με το ζώο στα γόνατά μου, έριξα μια ματιά κι είδα να κυλούν δάκρυα από τα
τεράστια μουστάκια του. Άραγε ήταν δικά μου ή τού ζώου; Είχε αυτή η γάτα με την
ψυχή αρνιού τις ευαισθησίες ενός ανθρώπινου όντος; Δεν έχω κληρονομήσει και
πολλά πράγματα από τον πατέρα μου, αλλά το κληροδότημα αυτό αξίζει να το
φροντίζει κανείς.
Διαθέτει την
ίδια αεικίνητη φύση και των δυο ζώων, και της γάτας και του αρνιού, παρά τις
διαφορές τους. Να γιατί δεν το χωράει το πετσί του. Καμιά φορά πηδάει στην
πολυθρόνα δίπλα μου, στερεώνει στον ώμο μου τα πόδια του και χώνει στ’ αυτί μου
τη μουσούδα του. Τότε, κάνει σαν να θέλει να μου πει κάτι, κι ύστερα, σαν να θέλει
να το επιβεβαιώσει, γυρνάει το κεφάλι του προς τη μεριά μου, κοιτάει
προσεκτικά το πρόσωπό μου, για να δει πώς μου φάνηκε αυτό που μου είπε. Κι εγώ,
για να του κάνω το χατίρι, κάνω σαν να κατάλαβα και κουνάω το κεφάλι. Τότε
πηδάει στο πάτωμα και χορεύει από τη χαρά του.
Ίσως το μαχαίρι
του χασάπη να το ανακούφιζε, αλλά μια και το ’χω κληρονομήσει, αρνούμαι να του
κάνω κάτι τέτοιο. Έτσι θα πρέπει να περιμένει μέχρι ν’ αφήσει την τελευταία του
πνοή φυσιολογικά, μολονότι με κοιτάει καλά-καλά καμιά φορά, μ’ ένα βλέμμα
γεμάτο ανθρώπινη κατανόηση, προκαλώντας με να κάνω αυτό που σκεφτόμαστε κι οι δυο
μας.
Mετάφραση: Γιώργος Βέης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου