Η αρχαία ιουδαϊκή κοινότητα της Αλεξάνδρειας




Στην αρχή της ρωμαϊκής εποχής η πόλη της Αλεξάνδρειας βρισκόταν σε σχετική παρακμή, αλλά αποτελούσε ακόμη ένα ισχυρό προπύργιο του ελληνιστικού πολιτισμού με τους ναούς, το Μουσείο και τη Βιβλιοθήκη. Και άλλοι παράγοντες ευνοούσαν την ισχυρή θέση της Αλεξάνδρειας στην έναρξη της ρωμαϊκής περιόδου: ήταν η πιο σημαντική πόλη της ανατολικής Μεσογείου, σχεδόν ένας αντίζηλος της Ρώμης στην περιοχή. Ήταν το κέντρο της ρωμαϊκής διοίκησης στην Αίγυπτο, ένα σημαντικό λιμάνι, ένα σημείο συνάντησης λαών και παραδόσεων απ’ όλη την Εγγύς Ανατολή.
Οι Ιουδαίοι της Παλαιστίνης εγκαταστάθηκαν στην Αλεξάνδρεια από την αρχή ήδη της πτολεμαϊκής περιόδου. Η ιουδαϊκή κοινότητα της πόλης ήταν η πλέον πολυπληθής κοινότητα Ιουδαίων της διασποράς. Στην πραγματι­κότητα κατά την εποχή του φιλοσόφου Φίλωνα η Αλεξάνδρεια ήταν η μεγαλύτερη ιουδαϊκή πόλη.

Ο αλεξανδρινός ιουδαϊσμός διαφέρει σε πολλά σημεία από τον παλαιστινιακό. Η πολιτιστική ηγεμονία του ελληνισμού δεν άφησε ανεπηρέαστους τους Ιουδαίους της Παλαιστίνης. Πολύ περισσότερο, όμως, και βαθιά επέδρασε στους Ιουδαίους της Αλεξάνδρειας. Μέσα σε λίγες γενιές η Ελληνική έγινε η προφορική τους γλώσσα, με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαία η μετάφραση των ιερών γραφών στα Ελληνικά. Η μετάφραση των Εβδομήκοντα έδωσε στον αλεξανδρινό ιουδαϊσμό την ιδιαίτερη ταυτότητά του. Η βεβαίωση του Ιουδαίου Φίλωνα του Αλεξανδρέα ότι η μετάφραση αυτή δεν είναι καθόλου κατώτερη από το πρωτότυπο εκφράζει τη βαθύτερη πεποίθηση των Ιουδαίων της πόλης ότι και έτσι ακόμη παρέμεναν πιστοί στα πάτρια ήθη.
Μπορεί, επομένως, να ανιχνευτεί μια διπλή τάση στον αλεξανδρινό ιουδαϊσμό. Από τη μια μεριά υπήρχαν μια βαθιά αφοσίωση στο μωσαϊκό Νόμο καθώς και ο τρόπος ζωής που βασιζόταν σ’ αυτό το Νόμο. Η συναγωγή βρισκόταν στο κέντρο αυτού του τρόπου ζωής: εκεί διαβαζόταν και ερμηνευόταν ο Νόμος. Η αφοσίωση στο Νόμο ήταν απαραίτητη, προκειμένου να διατηρηθεί η ταυτότητα του ιουδαϊκού λαού.

Από την άλλη μεριά γινόταν μια προσπάθεια, κυρίως από τη μεσαία και ανώτερη τάξη των Ιουδαίων, για συμμετοχή στα αγαθά του ελληνιστικού πολιτισμού. Η ελληνική παιδεία λαμβανόταν στα γυμνάσια της πόλης, όπου οι Ιουδαίοι οπουδήποτε σύχναζαν, παρά το γεγονός ότι ο θεσμός αυτός συνδεόταν με τις πρακτικές τις ελληνιστικής λατρείας. Δεν φαίνεται να ευσταθεί η άποψη ότι οι Ιουδαίοι είχαν οργανώσει τα δικά τους θέατρα και γυμνάσια. Έτσι, ο Ιουδαίος της εποχής διέτρεχε το διαρκή κίνδυνο αφομοίωσης από τον ελληνιστικό πολιτιστικό περίγυρο. Εντούτοις, λίγες είναι οι αποστασίες που πραγματικά συνέβησαν.
Οι αρχηγοί των Ιουδαίων στην Αίγυπτο είχαν, λοιπόν, να αντιμετωπίσουν το μόνιμο πρόβλημα του συμβιβασμού ανάμεσα στην υποταγή στα κελεύσματα του μωσαϊκού Νόμου και την πρακτική ανάγκη της υπακοής στους νόμους που ρύθμιζαν τη ζωή των υπόλοιπων κατοίκων της χώρας. Φαίνεται, εντούτοις, ότι η ιουδαϊκή κοινότητα της Αλεξάνδρειας απολάμβανε από πολύ πρώιμη εποχή το προνόμιο να διαθέτει το δικό της πολίτευμα, αν και το νόημα αυτού του όρου επιδέχεται πολλές δυνατές ερμηνείες. Οι Ιουδαίοι αυτοαποκαλούνταν Αλεξανδρείς και απολάμβαναν ισονομία, ισοπολιτεία και ίση τιμή με τους Έλληνες της πόλης. Είχαν επίσης ένα δικό τους μέρος για την καταχώρηση επίσημων εγγράφων (ἀρχεῖον).

Εντούτοις, δεν είναι γνωστή με περισσότερες λεπτομέρειες η ακριβής πολιτειακή θέση της ιουδαϊκής κοινότητας κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Ο Ιώσηπος μας αναφέρει ότι ο Ιούλιος Καίσαρας είχε στήσει στην Αλεξάνδρεια μια χάλκινη στήλη, στην οποία ανακοίνωνε κάποια προνόμια για τους Ιουδαίους της πόλης, ειδικά το προνόμιο του πολίτη. Οι Ιουδαίοι, ωστόσο, δε θα μπορούσαν να είναι πολίτες του ελληνικού πολιτεύματος της Αλεξάνδρειας, γιατί αυτό θα συνεπαγόταν τη συμμετοχή τους στη λατρεία των θεών της πόλης. Το πιθανότερο είναι ότι οι Ιουδαίοι ήταν πολίτες στο ιουδαϊκό πολίτευμα της Αλεξάνδρειας, το οποίο πρέπει να ήταν παράλληλο με το ελληνικό πολίτευμα. Καθώς η Αλεξάνδρεια αποτελούνταν και από τα δύο πολιτεύματα, οι μετέχοντες σ’ αυτά μπορούσαν δικαίως να αποκαλούν τον εαυτό τους Αλεξανδρέα.
Είναι γεγονός ότι οι Ιουδαίοι απολάμβαναν ήδη από την εποχή των Πτολεμαίων αρκετά ευρεία αυτονομία και τη δυνατότητα να τους απονέμεται δικαιοσύνη κατά το δικό τους Νόμο. Οι Ρωμαίοι διατήρησαν αυτό το σημαντικό προνόμιο, όπως μαρτυρεί και ο Στράβωνας. Σύμφωνα μ’ αυτόν, οι Ιουδαίοι στην Αίγυπτο είχαν από παλιά τους δικούς τους τομείς στην Αλεξάνδρεια, όπου μπορούσαν να ζήσουν με τους δικούς τους νόμους και δικαστήρια. Επίσης, είχαν οριστεί γι’ αυτούς και άλλα τμήματα της Αιγύπτου, πιθανώς αγροτικές περιοχές. Τους Ιουδαίους τους κυβερνούσε ένας εθνάρχης, ο οποίος απένεμε δικαιοσύνη, επέβλεπε συμβόλαια και εξέδιδε διατάγματα σαν να διοικούσε μια αυτοτελή πολιτεία. Από το Φίλωνα μαθαίνουμε ότι η πολιτεία των Ιουδαίων στην Αλεξάνδρεια περιλάμβανε δύο προνόμια για τους Ιουδαίους: διατήρηση των πατρίων ηθών και μετουσία πολιτικών δικαίων. Η τελευταία έκφραση πρέπει να σημαίνει ένα βαθμό πολιτικής και δικαστικής αυτονομίας, αφού αποτελούσε δικλείδα ασφαλείας (πεῖσμα εἰς ἀσφάλειαν) για την ιουδαϊκή κοινότητα. Η καταστροφή αυτής της πολιτείας θα αποτελούσε εξίσου μεγάλη απώλεια γι’ αυτούς όσο και η διάλυση των συναγωγών.
Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο η δικαιοδοσία για την απονομή της δικαιοσύνης ανήκε στο Ρωμαίο έπαρχο της Αιγύπτου. Ο έπαρχος περιόδευε στην επαρχία του (Αλεξάνδρεια, Πηλούσιο, Μέμφις) συνδυάζοντας την απονομή δικαιοσύνης με την επίβλεψη του διοικητικού έργου στις διάφορες περιοχές. Καθώς, όμως. η επαρχία ήταν πολύ μεγάλη για έναν άνθρωπο, στην πράξη μεγάλες δικαστικές αρμοδιότητες ακόμη και σε περιπτώσεις εγκλημάτων αφήνονταν σε τοπικούς αξιωματούχους. Η κατάσταση πε­ριπλεκόταν ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, κάθε έθνος (Ρωμαίοι, Έλληνες, Αιγύπτιοι, Ιουδαίοι) έπρεπε να απολαμβάνει τους πατροπαράδοτους νόμους του. Στην πράξη, εντούτοις, οι αποφάσεις που εξέδιδαν οι τοπικοί αξιωματούχοι έπρεπε να ανταποκρίνονται στη ρωμαϊκή αντίληψη για το δίκαιο, ιδιαίτερα σε σοβαρές υποθέσεις. Ειδικά για τους Ιουδαίους θα πρέπει να υποθέσουμε ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων στα οποία δίκαζαν οι ίδιοι οι Ιουδαίοι τους ομοφύλους τους συχνά θα αντέβαιναν προς το μωσαϊκό Νόμο. Όπως προκύπτει από τα γραπτά του Φίλωνα, ο γενικός κανόνας ήταν οι υποθέσεις με ιδιωτικό κυρίως χαρακτήρα να κρίνονται με βάση την ιουδαϊκή νομοθεσία, ενώ εκείνες που είχαν ένα χαρακτήρα απειλητικό για το σύνολο της κοινωνίας να δικάζονται κατά τα ρωμαϊκά ήθη. Έτσι, ο Νόμος ενώ είχε ισχύ σε μικρά ζητήματα, ετίθετο στο περιθώριο στα σοβαρότερα. Η πρακτική αυτή εκδηλωνόταν κυρίως με την εισαγωγή ελληνικών ή ρωμαϊκών νόμων στο ιουδαϊκό δίκαιο, παρά με την αλλοίωση των παλιών ιουδαϊκών νόμων. Ενδεχομένως η διαδικασία αυτή να δη­μιουργούσε δυσαρέσκειες ανάμεσα στους Ιουδαίους, οι οποίοι έβλεπαν γενιά με γενιά την υποκατάσταση της Τορά με δικαϊκές διατάξεις ελληνικής ή ρωμαϊκής έμπνευσης.
Συνοψίζοντας πρέπει να υποθέσουμε ότι εκείνες οι συνήθειες διατροφής και λατρείας που έδιναν το ιδιαίτερο στίγμα του ιουδαϊκού λαού κρατήθηκαν ευλαβικά από τους Ιουδαίους στο βαθμό που δεν ενοχλούσαν τον υπόλοιπο πληθυσμό. Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Ρωμαίοι μπορεί να γελούσαν μ’ αυτές τις συνήθειες, αλλά έτειναν να τις σέβονται παραχωρώντας μια σχετική αυτονομία στους Ιουδαίους. Αντίθετα, διατάξεις και νόμοι, οι οποίοι έρχονταν σε αντίθεση με την γενικότερη τάση της αλεξανδρινής κοινωνίας για ομοιομορφία, παραμερίζονταν.


Σχόλια