Η λέξη ἀριθμός προκύπτει από ρίζα ἀρι-, η οποία είχε αρχική σημασία «μετρώ,
αριθμώ, βάζω σε κατάλληλη σειρά, τακτοποιώ». Από την ίδια ρίζα προκύπτει η λέξη νήριτος που σημαίνει «αναρίθμητος» από το στερητικό ν-/να-/νη- (πβ.
νηνεμία = νη+άνεμος = χωρίς άνεμο) και το ἄριτος
(νάριτος > νήριτος).
Από την ίδια ρίζα με το πρόσφυμα -θμ- προκύπτει η λέξη ἀρι-θμ-ός. Με επέκταση της σημασίας η ρίζα έφτασε να σημαίνει «αριθμώ
κάποιους για να τους ξεχωρίσω από τους άλλους» > «επιλέγω, διαλέγω». Έτσι
προκύπτει η λέξη έπάριτοι (ἐπί + ἄριτος):
ονομασία των στρατιωτών του κοινού των Αρκάδων (= επίλεκτοι, διαλεχτοί). Ως
όνομα προσώπων πβ. Ἐπήριτος (ω 306), Πεδάριτος (Αρκαδία, Λακωνία, όπου πεδά = μετά), Μετήριτος (Ιωνία), το όρος
Νήριτον στον Όμηρο. Επίσης εἰκοσιν-ήριτος (=εικοσαπλάσιος).
Η ρίζα ἀρι- και η σημασία της «μετρώ,
αριθμώ» αποτελεί με τη σειρά της παραλλαγή και επέκταση της ρίζας ἀρ-, η οποία
σημαίνει «ταιριάζω, προσαρμόζω κάτι σε κάτι άλλο, τακτοποιώ, βάζω στη σειρά». Η
ρίζα αυτή είναι εξαιρετικά παραγωγική στην αρχαία Ελληνική και έδωσε αναρίθμητα
θέματα και παράγωγες λέξεις. Ας δούμε μερικές χαρακτηριστικές:
-ἄρμα (ουδέτερο): «αυτό που
προσαρμόζεται σε κάτι άλλο» > «τροχός ως ρόδα που προσαρμόζεται στο άξονα
της άμαξας» (αυτή είναι η μυκηναϊκή σημασία, δηλαδή τροχός, ρόδα) > με
συνεκδοχή «άρμα».
-ἡ ἀρμή / ἡ ἄρμα (θηλυκό) = «το
συνταίριασμα»> «η σεξουαλική ένωση» (Δελφοί, Ησύχιος).
-ἄρθρο: «αυτό που προσαρμόζεται
σε κάτι άλλο» > «μέλος του σώματος» (πόδια, χέρια ως προσαρμοσμένα στο κορμό
του σώματος) και «γραμματικό άρθρο» ως η λέξη που προσαρμόζεται, ταιριάζει,
συναρθρώνεται με μια άλλη λέξη, κυρίως ουσιαστικό.
-άρμός = μέρος που συναρμόζονται
δύο πράγματα, σύνδεση, συναρμογή
-ἀρμόζω ή ἀρμόττω =προσαρμόζω,
ταιριάζω. Από εδώ η λέξη ἀρμονία (συναρμολόγηση, σύνδεση, συμφωνία), ἀρμόδιος, ἀρμοστής
κ.ά.
-ἀρθμός = σύνδεση, σύνδεσμος,
ένωση, φιλία
-ἀρείων / ἄριστος (=ο πολύ
ταιριαστός, κατάλληλος)
-ἀρέσκω = «συνταιριάζω κατάλληλα τα
πράγματα» > «συμβιβάζω» > «προκαλώ ευχαρίστηση με τον συμβιβασμό» > «ευαρεστώ
κάποιον, ικανοποιώ, γίνομαι ευχάριστος».
-ἀρετή = η ικανότητα να
ταιριάζεις, η καταλληλότητα, η κατάλληλη ικανότητα
-ἄρτι = ταιριαστά, κατάλληλα >
την ώρα που έπρεπε > τώρα δα, μόλις τώρα. Η αρχική σημασία διατηρείται όμως στα
σύνθετα π.χ. ἀρτιμελής, ἀρτίχειρ, ἀρτίφρων κ.ά. Πβ. ἄρτιος = ο ταιριαστός >
τέλειος
-ὄαρ = η ταιριαστή > η σύντροφος,
σύζυγος
Ἄριστον λῆμμα! Ἀλλὰ γραμμένον εἰς τὴν Καθαρεύουσα καὶ πολυτονικὴν γραφὴν θὰ ἦτο Τέλειον! Γιατί ἀποῤῥίπτετε τὴν Βαρεῖαν;
ΑπάντησηΔιαγραφή