Από
τη χαμένη κωμωδία Σάρδιος του
Φιλήμονα προέρχεται το παρακάτω απόσπασμα, με το οποίο κάποιος δούλος προσπαθεί
να πείσει το αφεντικό του να μην κλαίει, αναπτύσσοντας μια μισοαστεία,
μισοσοβαρή θεωρία για την αξία του πόνου και της θλίψης. Η απογοήτευση του
αφεντικού ίσως να είναι ερωτική:
εἰ τὰ δάκρυ΄ ἡμῖν τῶν κακῶν ἦν φάρμακον͵
ἀεί θ΄ ὁ κλαύσας τοῦ πονεῖν ἐπαύετο͵
ἠλλαττόμεσθ΄ ἂν δάκρυα δόντες χρυσίον·
νῦν δ΄ οὐ προσέχει τὰ πράγματ΄ οὐδ΄ ἀποβλέπει
εἰς ταῦτα͵ δέσποτ΄͵ ἀλλὰ τὴν αὐτὴν ὁδόν͵
ἐάν τε κλάῃς ἄν τε μή͵ πορεύεται.
τί οὖν ποιεῖς πλέον; Α. οὐδέν· ἡ λύπη δ΄ ἔχει
ὥσπερ τὰ δένδρα τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον.
Α: «Αν τα δάκρυα στις συμφορές μας ήταν φάρμακο
και ο κλαμένος πάντα σταματούσε
να πονά,
θ’ αγοράζαμε δάκρυα δίνοντας
χρυσάφι.
Τώρα όμως τα πράγματα δεν δίνουν
σημασία, ούτε προσέχουν
τα δάκρυα, αφεντικό, αλλά τον
ίδιο δρόμο,
είτε κλαις, είτε δεν κλαις,
βαδίζουν.
Τι θα κάνεις, λοιπόν, στο εξής;»
Β:
«Τίποτα. Η λύπη έχει,
όπως τα δέντρα, τούτο το δάκρυ
ως καρπό!».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου