Οι Παίονες
αναφέρονται για πρώτη
φορά στην Ιλιάδα. Ο Όμηρος
τους τοποθετούσε στον ποταμό Αξιό και την περιοχή της Αμυδώνος (Β
848-50, Π 187-88). Ο Ηρόδοτος τους συνέδεε με τον ποταμό Στρυμόνα και τους
Φρύγες (5.13). Ο Στράβων (7. απ. 37) τους συνέδεε επίσης με τους Φρύγες, αλλά
και με τους Θράκες (7. απ. 11), μολονότι ο Ηρόδοτος (8. 185) και ο Θουκυδίδης
(2.98) τους διαχώριζαν από τους δεύτερους. Ο
Παυσανίας (5.1.3-5) παραδίδει
μια γενεαλογία που ενσωματώνει βαθιά τους Παίονες στον ελληνικό κόσμο,
αφού ο γενάρχης τους, ο Ενδυμίων, έχει διασυνδέσεις με τον Αμφικτύωνα και
θεωρείται ταυτόχρονα γενάρχης των
Παιόνων, των Επειών
στην Ηλεία και
των Αιτωλών, ενώ συνδέεται και με
τον Αρκάδα. Σύμφωνα με την παράδοση που μεταφέρει ο Παυσανίας, ο Παίων έφυγε
από την Αιτωλία και τον πατέρα του Ενδυμίωνα και εγκαταστάθηκε πέρα από τον
Αξιό.
Ό,τι
πενιχρό έχει διασωθεί από την παιονική γλώσσα την συνδέει στενά με την
Ελληνική. Ως παιονικές λέξεις παραδίδονται από τους αρχαίους συγγραφείς οι
εξής: μόνωψ ή μόναπος (είδος ταύρου), τίλων (είδος ψαριοὔ), πάπραξ (είδος ψαριού).Ονόματα
ανθρώπων: Άγις, Πατραός, Λύκπειος, Αυδολέων, Ευπόλεμος, Αρίστων.
Τοπωνύμια: Πόντος, Βυλάζωρα,
Άστιβος (απάτητος), Ιδομένη
(πβ. Ιδομενεύς), Στόβοι (πβ. στείβω, στίβος, άστιβος, στοιβή κ.τ.λ.),
Δύσορον (όνομα βουνού, πβ. δυσ-
και όρος =δύσβατο
βουνό). Θεωνύμια: Δύαλος
(=Διόνυσος). Μια από τις
φυλές τους ονομαζόταν
Αγριάνες (< αγρός).
Η πρωτεύουσά τους ονομαζόταν Αμυδών
ή Αβυδών. Η
διπλή παραλλαγή παραπέμπει
σε τύπο *Αμβυδών και πιθανή
ετυμολόγηση από ἀμβί (παραλλαγή του ἀμφί,
με ηχηρό αντί δασύ, όπως
στη μακεδονική διάλεκτο,
Φίλιππος-Βίλιππος, Φερενίκη-Βερενίκα
και βλέπε παραπάνω Βυλάζωρα = Φυλάζωρα;)
και ύδων (πβ. ὕδωρ)=και από τις δύο
πλευρές του νερού, ποταμού. Πβ. Καλυδών (=με τα καλά νερά). Άλλα παιονικά
εθνωνύμια: Δόβηρες, Λαιαῖοι
(ίσως από το
λαιός ή το
λαός;), Σιροπαίονες, Παιόπλαι.
Το αλφάβητο
που χρησιμοποιούσαν οι
Παίονες ήταν το
ελληνικό, όπως φαίνεται από τις
ελάχιστες επιγραφές και χαράγματα που έχουν σωθεί. Από την πόλη Βυλάζωρα
έχει ανασκαφεί ελληνιστικός
κάνθαρος με την προστακτική πίει (πιες) και
μια πρόσφατη (2011)
θραυσματική επιγραφή που φαίνεται να περιέχει τις λέξεις ΟΥΡΟΣ
(όρος ή όριο) και ΙΡΟΣ (ιερός). Η απόδοση «όριο» φαίνεται
πιο πιθανή, επειδή
η πέτρα πάνω
στην οποία βρέθηκε
η επιγραφή μοιάζει να ήταν λίθος-ορόσημο και να αποτελούσε τμήμα εισόδου
ή πύλης σε κάποιον
ιερό χώρο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου