[Από την πραγματεία του Πλουτάρχου για το δελφικό Ε. Μιλά ο δάσκαλος του συγγραφέα, ο πλατωνικός Αμμώνιος, και αποκαλύπτει το απόκρυφο νόημα του γράμματος:]
Νομίζω, λοιπόν, ότι το γράμμα Ε δε συμβολίζει ούτε αριθμό
ούτε σειρά ούτε σύνδεσμο ούτε κάποιο άλλο από τα ελλιπούς σημασίας μόρια. Αλλά
είναι μια αυτοτελής προσαγόρευση και προσφώνηση του θεού, η οποία με την εκφώνησή
της κάνει αυτόν που την πρόφερε να συλλαμβάνει τη δύναμη του θεού. Γιατί ο θεός
σε κάθε έναν που προσέρχεται εδώ απευθύνει το γνώθι σαυτόν σαν ενός είδους χαιρετισμό, ο οποίος δεν είναι σε
καμιά περίπτωση κατώτερος από το «χαίρε». Εμείς, πάλι, απαντώντας στο θεό λέμε «εί-σαι» (=εἶ),[1]
θεωρώντας ως αληθή, αψευδή και μόνη ταιριαστή μόνο σ’ εκείνον προσφώνηση αυτήν
που σημαίνει το είναι…
…Τι είναι, λοιπόν, το όντως
ον; Είναι το αιώνιο, το αγέννητο και άφθαρτο, στο οποίο χρόνος κανείς δεν
προξενεί μεταβολή. Γιατί ο χρόνος είναι κάτι που βρίσκεται σε κίνηση και
εμφανίζεται σε συνάρτηση με την κινούμενη ύλη, κάτι που πάντα ρέει και δε
συγκρατεί τίποτα, σαν αγγείο φθοράς και γεννήσεως. Σ’ αυτόν ανήκουν το «έπειτα»
και το «πριν» και το «θα γίνει» και το «έχει γίνει», λέξεις που και μόνο με την
εκφορά τους αποτελούν πάραυτα ομολογία του μη όντος. Γιατί είναι αφελές και
άτοπο το να λες ότι υπάρχει αυτό που ακόμη δεν έχει υπάρξει στο είναι ή έχει
ήδη παύσει να είναι. Όσο γι’ αυτό στο οποίο προπάντων βασίζουμε τη νόηση του
χρόνου και προφέρουμε το «υπάρχει», το «είναι παρόν», το «τώρα», όταν η λογική
προσπαθεί υπερβολικά να διεισδύσει μέσα του το χάνει. Γιατί το «τώρα»
εκθλίβεται και διαχωρίζεται αναγκαστικά σε μέλλον και παρελθόν, σαν ακτίνα για
εκείνους που θέλουν να τη δουν. Αν, λοιπόν, η φύση (=υλικός κόσμος) που γίνεται
αντικείμενο μέτρησης υφίσταται τις ίδιες μεταβολές με το υποκείμενο της
μέτρησης, τότε κανένα τμήμα της δεν είναι σταθερό ή υπαρκτό, αλλά όλα
γεννιούνται και φθείρονται ανάλογα με τη χρονική τους κατανομή. Επομένως, δεν
επιτρέπεται και να λέει κανείς για το ον ότι υπήρξε ή θα υπάρξει. Γιατί αυτά
είναι παρεκκλίσεις και μεταβάσεις και παραλλαγές αυτού που εκ φύσεως δεν μπορεί
να παραμείνει στο είναι.
Όμως ο θεός υπάρχει —αν χρειάζεται να το πούμε- και
υπάρχει όχι κατά οποιοδήποτε χρονικό μέτρο, αλλά κατά τον αιώνα τον ακίνητο,
τον άχρονο, τον αμετάβλητο, που δεν έχει πριν και μετά, ούτε μέλλον και
παρελθόν, ούτε παλιότερο και νεότερο. Αλλά ο θεός, όντας ένας, πληροί την
αιωνιότητά του μέσα στο τώρα, και το μόνο που υπάρχει είναι αυτό που υπάρχει
κατά τον τρόπο του θεού, δηλαδή αυτό που δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει και ούτε
άρχισε ούτε θα τελειώσει. Ως εξής, λοιπόν, πρέπει με σεβασμό να χαιρετίζουμε
και να προσαγορεύουμε το θεό: είσαι. Και, μα το Δία, όπως ορισμένοι από τους
παλαιούς: είσαι ένα. Γιατί το θείο δεν
είναι πολλά, όπως ο καθένας από μας είναι ετερόκλιτο άθροισμα μυρίων
διαφοροποιήσεων που οφείλονται στις μεταβολές μας, ένα ανακάτεμα πανηγυριού.
Αλλά το Ον πρέπει να είναι ‘Ένα, όπως και το Ένα Ον, ενώ η ετερότητα, καθόσον
διαφέρει από το ον, μεταπίπτει στη γέννηση του μη όντος.
[1] Δηλ. υπάρχεις. Στο πρωτότυπο εἶ, το οποίο είναι το β' πρόσωπο ενικού ενεστώτα οριστικής του
ρήματος είμί (=είμαι, υπάρχω). Οι
άνθρωποι, λοιπόν, οι οποίοι αφιέρωσαν το Ε στους Δελφούς αναγνώριζαν στο θεό,
σύμφωνα με τον Αμμώνιο, την ιδιότητα της ύπαρξης με την απόλυτη και πλήρη σημασία
της, δηλ. τη μόνη αληθινή ύπαρξη. Ο Αμμώνιος αναπαράγει την πλατωνική διάκριση
ανάμεσα στον υλικό κόσμο, ο οποίος δεν έχει αληθινή ύπαρξη, και την ιδέα, η
οποία έχει αληθινή ύπαρξη, βάζοντας στη θέση της ιδέας το θεό.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου