MARIO LUZI, 6 ΠΟΙΗΜΑΤΑ



Φύση

Η στεριά και σ’ αρμονία μαζί της η θάλασσα
κι υπεράνω των πάντων μια θάλασσα πιο χαρωπή
χάρη στη φλόγα των σπουργιτιών τη γοργή
και τον δρόμο
της αναπαυμένης σελήνης και του ύπνου
των γλυκών σωμάτων, που ’ναι μισάνοιχτα στη ζωή και τον θάνατο σε μια πεδιάδα·
και χάρη στις φωνές αυτές που κατέρχονται
διαφεύγοντας από μυστηριώδεις θύρες κι αναπηδούν
επάνω μας ωσάν τρελά πουλιά για να επιστρέψουν
στ’ αρχέγονα νησιά τους τραγουδώντας:
εδώ μια κλίνη πορφυρή ετοιμάζεται
κι ένα τραγούδι που νανουρίζει
όσους να κοιμηθούν δεν μπορούνε-
τόσο σκληρή ήταν η πέτρα,
τόσο αιχμηρή η αγάπη.

Natura

La terra e a lei concorde il mare
e sopra ovunque un mare più giocondo
per la veloce fiamma dei passeri
e la via
della riposante luna e del sonno
dei dolci corpi socchiusi alla vita
e alla morte su un campo;
e per quelle voci che scendono
sfuggendo a misteriose porte e balzano
sopra noi come uccelli folli di tornare
sopra le isole originali cantando:
qui si prepara
un giaciglio di porpora e un canto che culla
per chi non ha potuto dormire
sì dura era la pietra,
sì acuminato l'amore.

Για τη ζωή

Φίλοι, μας περιμένει μια βάρκα και λικνίζεται
στο φως εκεί που ο ουρανός καμπυλώνει
και αγγίζει τη θάλασσα, πετούν πλάσματα τρελά ν’ αγαπήσουν
το πρόσωπο του Θεού θερμό από ελπίδα
ψηλά χαμηλά αναζητώντας
την αγάπη σε κάθε απόκρυφη απόσταση
και κλαίνε: είμαστε στη γη
αλλά θα μπορέσουμε μια μέρα να ισορροπήσουμε
κάπως να γείρουμε στη θεία αγκάλη
όπως τα ρόδα από τους τοίχους στους ευωδιαστούς δρόμους
προς το παιδί που τα αναζητά δίχως φωνή.
Φίλοι, από τη βάρκα φαίνεται ο κόσμος
και σ’ αυτόν μιαν αλήθεια που προηγείται
άφοβη, ένας ανασασμός βαθύς
από τις εκβολές προς τις πηγές.
Η Δέσποινα με μάτια διάφανα
κατεβαίνει αργά σ’ αυτούς που πεθαίνουν,
συλλέγει τη σοδειά της ζωής, τους πόνους
τους μυστικούς για χρόνια πόθους στο μουσκεμένο πρόσωπο.
Τα κορίτσια στο μαυρισμένο παράθυρο
με το βλέμμα προς τα βουνά
δεν ξέρουν πώς να πάψουν να περιμένουν το μέλλον.
Στα δωμάτια η μητρική φωνή
δίχως προέλευση, χωρίς βάθος εναλλάσσεται
με τη σιωπή της γης -είναι ωραία
και όλα μοιάζουν γεννημένα από αυτήν.

Alla vita

Amici ci aspetta una barca e dondola
nella luce ove il cielo s'inarca
e tocca il mare, volano creature pazze ad amare
il viso d'Iddio caldo di speranza
in alto in basso cercando
affetto in ogni occulta distanza
e piangono: noi siamo in terra
ma ci potremo un giorno librare
esilmente piegare sul seno divino
come rose dai muri nelle strade odorose
sul bimbo che le chiede senza voce.
Amici dalla barca si vede il mondo
e in lui una verità che precede
intrepida, un sospiro profondo
dalle foci alle sorgenti;
la Madonna dagli occhi trasparenti
scende adagio incontro ai morenti,
raccoglie il cumulo della vita, i dolori
le voglie segrete da anni sulla faccia inumidita.
Le ragazze alla finestra annerita
con lo sguardo verso i monti
non sanno finire d'aspettare l'avvenire.
Nelle stanze la voce materna
senza origine, senza profondità s'alterna
col silenzio della terra, è bella
e tutto par nato da quella.

Απρίλιος-Αγάπη

Η σκέψη του θανάτου με συνοδεύει
ανάμεσα στους δύο τοίχους ετούτου του δρόμου που ανέρχεται  
κι υποφέρει κατά μήκος των στροφών του.
Το κρύο της άνοιξης εκνευρίζει τα χρώματα,
ενοχλεί το γρασίδι, την πασχαλιά, κάνει το στουρνάρι σκληρό.
Κάτω από πανωφόρια και αδιάβροχα
κεντά τα στεγνά χέρια, στέλνει ένα ρίγος.

Χρόνος που βασανίζει και βασανίζεται, χρόνος
που σε καθάριο στροβιλισμό ανέμου φέρνει λουλούδια
ανάκατα με βάναυσα φάσματα, και καθένα τους,
καθώς αναρωτιέσαι τι να ’ναι, χάνεται γοργά
στον άνεμο και τη σκόνη.

Ο δρόμος είναι για μέρη γνωστά,
πλην ότι μη πραγματικά γεγονότα
προμηνύουν εξορία και θάνατο.
Εσύ που είσαι, εγώ που έχω γίνει-
-που πλανιέμαι σε τόσο ανεμόδαρτο τόπο-
άνθρωπος πίσω από ένα λεπτό κι αδύναμο ίχνος.

Είναι απίστευτο ότι σ’ αναζητώ σ’ αυτόν
ή σ' άλλο τόπο πάνω στη γη
όπου είναι αρκετό αν μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλον.
Ωστόσο είναι ακόμη μια εποχή, η δική μου,
που αναμένει απ’ τους άλλους
αυτό που είναι μέσα μας ή αλλιώς δεν υπάρχει.

Η αγάπη βοηθάει να ζήσουμε, να αντέξουμε,
η αγάπη εκμηδενίζει και δίνει ξεκίνημα. Κι όταν
κάνεις υποφέρει ή αδύναμα ελπίζει -αν ακόμη ελπίζει-
πως η σωτηρία από μακριά αναγγέλλεται,
μέσα του είναι, μια ανάσα αρκετή για να τον αναστήσει.
Αυτό το έμαθα και το ξέχασα χιλιάδες φορές
τώρα από σένα σε μένα γυρνά ως κάτι ξεκάθαρο,
τώρα αποκτά ζωντάνια κι αλήθεια.

Η ποινή μου είναι ν’ αντέξω και πέρα απ’ αυτή τη στιγμή.

Aprile -Amore

Il pensiero della morte m’accompagna
tra i due muri di questa via che sale
e pena lungo i suoi tornanti. Il freddo
di primavera irrita i colori,
stranisce l’erba, il glicine, fa aspra
la selce; sotto cappe ed impermeabili
punge le mani secche, mette un brivido.
Tempo che soffre e fa soffrire, tempo
che in un turbine chiaro porta fiori
misti a crudeli apparizioni, e ognuna
mentre ti chiedi che cos’è sparisce
rapida nella polvere e nel vento.
Il cammino è per luoghi noti
se non che fatti irreali
prefigurano l’esilio e la morte.
Tu che sei, io che sono divenuto
che m’aggiro in così ventoso spazio,
uomo dietro una traccia fine e debole!
È incredibile ch’io ti cerchi in questo
o in altro luogo della terra dove
è molto se possiamo riconoscerci.
Ma è ancora un’età, la mia,
che s’aspetta dagli altri
quello che è in noi oppure non esiste.
L’amore aiuta a vivere, a durare,
l’amore annulla e dà principio. E quando
chi soffre o langue spera, se anche spera,
che un soccorso si annunci di lontano,
è in lui, un soffio basta a suscitarlo.
Questo ho imparato e dimenticato mille volte,
ora da te mi torna fatto chiaro,
ora prende vivezza e verità.
La mia pena è durare oltre quest’attimo.

[Ιδού η στιγμή]

Ιδού η στιγμή,
που επιστρέφουν οι αναβάτες με τα ξίφη.
Το κενό βρίσκεται στην αρένα
και στο στέρνο των θεατών.
Επίκειται -μοίρα σκοτεινή
ή μαύρη μνήμη της σφαγής-
ο κίνδυνος στον μαινόμενο ήλιο.
Ο χρόνος καρφώνει τον εαυτό του,
τον βασανίζει κάτω από τη φωτιά
αόρατων βελών. Ω χτύπημα!
Ο κόσμος πεινά και φοβάται
τον ίδιο του τον εαυτό,
αποφεύγει και πληγώνει
το ίδιο του το σκληρό κρέας.
Συστρέφονται ο κορμός κι ο αυχένας
του ταύρου και του ταυρομάχου
Σ’ ένα σκληρό στροβιλισμό
δύναμης και ύλης…
προς δόξα ή χλεύη
του είδους μας
ή της κοσμικής υπεροψίας;

[Ecco l’ora]

Ecco l’ora,
rientrati i picadores,
il vuoto è nell’arena
e nel petto degli astanti.
Incombe, sorte oscura
o nera
memoria d’ecatombe,
l’alea
nel sole furibondo,
inchioda su se stesso il tempo,
lo escrucia sotto il fuoco
d’invisibili saette. Oh morso!
Ha fame ed ha paura
di sé il mondo,
si schiva e si confrica
la sua dura carne...
si torcono il torso e la cervice
del toro e del torero
in un duro torciglione
di forza e di materia...
in gloria od a ludibrio
della nostra specie
o della universale boria?

Πρώτη νύχτα της άνοιξης

Κάτι πεθαίνει, κάτι γεννιέται
τώρα που ένα γογγυτό της βροντής θρυμματίζει
τα ύψη της νύχτας, αιφνίδια
ανακοίνωση της άνοιξης που διακόπτει τον ύπνο ...

Γενεές επί γενεών
των ανθρώπων -η μια ηττημένη, η άλλη υψωμένη-
μέσα στην έπαρση των δεινών τους,
αιώνες βυθισμένοι στον πόνο, ο ένας μέσα στον άλλο,
σε μια συμφορά, σε ένα και μόνο σημείο
πιέζουν, συνωστίζονται, και στενάζει και
τρίζει από βάθρο σε βάθρο η γέφυρα,
η σκοτεινή προς την έσχατη αψίδα της,
και το δέντρο το απλωμένο απ’ τη ρίζα ως τον καρπό.

Το χέρι μου φέρνω πάνω στον πόνο, ακούω.
Πρώτη νύχτα της άνοιξης, φουσκώνει
και διασπά τα όρια του γίγνεσθαι και του είναι.

Prima notte di primavera

Che muore, che nasce
ora che un brontolio di tuono sgretola
l'altezza della notte, annunzio
improvviso di primavera che rompe il sonno....

Generazioni su generazioni
d'uomini chi vinto chi levato
nella fierezza dei suoi mali, età
profonde con dolore una nell'altra,
in una sofferenza, in un sol punto
premono, fanno tutte ressa, e geme
e cigola da pila a pila il ponte
oscuro verso l'ultima campata
e la pianta protesa dalla radice al frutto.

Porto la mano sulla fitta, ascolto.
Prima notte di primavere, gonfia
e lacera tra l'avvenire e l'essere.

Ετούτη η ευτυχία

Ετούτη η ευτυχία, υπεσχημένη ή δοσμένη,
μου δίνει πόνο, πόνο δίχως αιτία,
και η αιτία, αν υπάρχει, είναι αυτό το ρίγος
που ανακινεί την πολλαπλότητα μες στη μοναδικότητα,
σαν το υγρό το ταραγμένο στη γυάλινη σφαίρα
που διαβάζει ο φακίρης.
Ωστόσο λέω: είμαι ασφαλής και για σήμερα.
Ολόγυρα μάχονται πράγματα
και εικόνες που επάνω τους πέφτει ή υψώνεται ομοιόμορφη
η νύχτα ή το χιόνι της μνήμης.

Questa felicità

Questa felicità promessa o data
m'è dolore, dolore senza causa
o la causa se esiste è questo brivido
che sommuove il molteplice nell'unico
come il liquido scosso nella sfera
di vetro che interpreta il fachiro.
Eppure dico: salva anche per oggi.
Torno torno le fanno guerra cose
e immagini su cui cala o si leva
o la notte o la neve
uniforme del ricordo.

[ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Σταύρος Γκιργκένης]

Σχόλια