Πέρα στον ουρανό μεγάλα και σκοτεινά τα νέφη συνάζονται. Μέσα στην πλέρια τη νύχτα κοιτώ μακριά όπ’ ακούω ήχο βαθύ κανονιού και επίσημο
και πιάνω τη λάμψη τυχαίου φωτός να μου λέει πως το πλοίο που ψάχνω
περνάει, περνάει.
Δακρυσμένα τα μάτιαμου της ψυχήςτην πληγή την βαθιά καθρεφτίζουν: θα χαιρέταγα και θ΄ ανέβαινα σε τούτο
το πλοίο των πλοίων. Ικετεύοντας τα χέρια μου απλώνω,
κραυγάζω με δύναμη, μα η φωνή μου πέφτει νεκρή λίγο
πιο πέρα απ’ τα χείλη μου. Μονάχα ο ίσκιος της φτάνει ως το
σκάφος που περνάει, περνάει.
Ω
Γη, Ουρανέ, Ωκεανέ, επικυρίαρχοι, ω καρδιά και ψυχή μου που το σκότος το
τρέμει! Για με δεν υπάρχει ελπίδα; Δεν
υπάρχει τρόπος κανείς για να δω, ν’ ανέβω σ' ετούτο το πλοίο που
σπεύδει και χάνεται απ’ την ακοή και το
βλέμμα, καθώς περνάει, περνάει;
Out in the sky the great dark clouds are massing;
I look far out into the pregnant night,
Where I can hear a solemn booming gun
And catch the gleaming of a random light,
That tells me that the ship I seek is passing, passing.
My tear…