Η ιστορία της Βυβλίδος (Παρθένιος 11)


Βυβλίς

(Την ιστορία αφηγείται ο Αριστόκριτος στο Περί Μιλήτου και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στην Καύνου κτίση)

            Για τον Καύνο και τη Βυβλίδα, τα παιδιά του Μιλήτου, λέγονται διάφορες ιστορίες. Ο Νικαίνετος[1] λέει ότι ο Καύνος ερωτεύτηκε την αδερφή του. Επειδή το πάθος του δεν κόπαζε, εγκατέλειψε το σπίτι του και πορεύτηκε πέρα από τα όρια της πατρίδας του. Ίδρυσε μια πόλη και εγκατέστησε σ’ αυτή τους διασκορπισμένους τότε Ίωνες. Λέει, λοιπόν, ο Νικαίνετος στους ακόλουθους εξαμέτρους:

Τούτος[2] πορεύτηκε μπροστά και ίδρυσε την πόλη Οικούντα.[3]
Την Τραγασίη[4] παντρεύτηκε, του Κελαινέως[5] την κόρη.
Τον Καύνο αυτή του γέννησε, που πάντα αγαπά το δίκιο, [6]
και τη Βυβλίδα, ίδια με κέδρο λυγερό, [7]
που δίχως να το θέλει ο Καύνος την αγάπησε.            
            < ... >
Κι αυτός αμέσως έφυγε μεσημεριάτικα  μακριά απ’ τη φρικτή αγάπη,
στον δασωμένο Κράγο [8] και στης Καρίας τα ιερά νερά.
            < ... >
Εκεί πρώτος από τους Ίωνες πόλη έχτισε, [9]
ενώ η αδερφή του, η Βυβλίδα, μακριά απ' τις πύλες,
με την κραυγή της κουκουβάγιας,[10] για την επιστροφή του Καύνου έκλαιγε.
                  Οι περισσότεροι, ωστόσο, λεν ότι η Βυβλίδα ερωτεύτηκε τον Καύνο και του έκανε πρόταση και τον παρακάλεσε να μην αδιαφορήσει γι’ αυτήν που υπέφερε από κάθε δυστυχία. Όμως ο Καύνος ένιωσε τέτοια αποστροφή που έφυγε για τη χώρα, την οποία τότε κατείχαν οι Λέλεγες. Στο μέρος που βρίσκεται η κρήνη Εχενηΐς ίδρυσε την πόλη που ονομάστηκε απ’ αυτόν Καύνος. Όσο για τη Βυβλίδα, αυτή δεν την άφηνε το πάθος της και επιπλέον θεώρησε ότι στάθηκε η αιτία για την αναχώρηση του Καύνου. Έδεσε λοιπόν τον κεφαλόδεσμό της από μια δρυ και έβαλε μέσα τον τράχηλό της. Ιδού η δική μου εκδοχή της ιστορίας:

Κι αυτή ωσάν του ολέθριου αδερφού το νου κατάλαβε,
πιότερο κι απ’ τ’  αηδόνια έκλαψε που μες στα δάση
το νέο της Σιθωνίας [11] θρηνούνε ασταμάτητα.
Αμέσως σε τραχιά βαλανιδιά τον κεφαλόδεσμο
έδεσε κι έχωσε το λαιμό της. Κοπέλες
της Μιλήτου σχίζανε από γύρω της ρούχα πολυτελή.

Λένε επίσης ορισμένοι ότι από τα δάκρυά της κύλησε κρήνη αστείρευτη, η οποία ονομάζεται Βυβλίδα.






[1] Ίσως στο έργο του με τίτλο Γυναικών κατάλογος, γραμμένο στο πρότυπο του ησιόδειου έργου Ηοίαι.
[2] To πρόσωπο που εννοείται είναι ο Μίλητος, πατέρας του Καύνου, ο οποίος εγκατέλειψε την πατρίδα του Κρήτη, ύστερα από φιλονικία του με το βασιλιά του νησιού Μίνωα.  
[3] Κανονικά θα περιμέναμε ο Μίλητος να είχε ιδρύσει τη Μίλητο. Όπως όμως πληροφορούμαστε από σχόλιο στον Διον. Περιηγ. 825, σύμφωνα με μια παράδοση ο Μίλητος ίδρυσε στη Μ. Ασία την πόλη Οικούντα, ενώ τη Μίλητο ίδρυσε ο γιος του Κελάδων, αδερφός του Καύνου και της Βυβλίδος (εδώ σύζυγος του Μιλήτου είναι η Δοίη, κόρη του Μαιάνδρου).
            Ο Κελάδων οφείλει την ύπαρξή του στην επιθυμία των κατοίκων της πόλης Οικούντος να θεμελιώσουν μυθικά την προτεραιότητα της πόλης τους απέναντι στη μεγαλύτερη και ισχυρότερη Μίλητο. Πάντως οι δύο πόλεις συχνά συγχέονται στις πηγές. Έτσι π.χ. ο ναός της Αφροδίτης που ίδρυσε ο Μίλητος τοποθετείται άλλοτε στoν Οικούντα και άλλοτε στη Μίλητο (Σ Διον. Περιηγ. 825, Σ Θεόκρ. 7, 115-118f).
[4] Άγνωστη από αλλού. Ίσως σχετίζεται με την πόλη Τραγασαί στην Τρωάδα.
[5] Ο Κελαινεύς ήταν ίσως επώνυμος ήρωας των Κελαινών στον ποταμό Μαίανδρο της Φρυγίας.
[6] Η απόδοση της ιδιότητας αυτής στον Καύνο, η οποία ηχεί κάπως παράξενα, γίνεται για να δείξει την κατίσχυση στον Καύνο των θετικών στοιχείων του χαρακτήρα του, έναντι στο πάθος του για την αδερφή του, και να αιτιολογήσει τη  αναχώρησή του.
[7] Η αναφορά στον κέδρο γίνεται, γιατί ο Νικαίνετος έχει ίσως κατά νου τη σύνδεση της Βυβλίδος με την πόλη Βύβλο της Φοινίκης, όπου ο κέδρος ήταν το εθνικό δέντρο. Φαίνεται ότι Νικαίνετος φανταζόταν την Βυβλίδα να περιπλανιέται μακριά από την πόλη της κλαίγοντας για τον αδερφό της (βλ. παρακάτω), ίσως ως τη Φοινίκη.
[8] Βουνό της Λυκίας, όπου ήταν χτισμένη ομώνυμη πόλη. Στην περιοχή αυτού του βουνού τοποθετούσαν ορισμένοι το μύθο της Χίμαιρας, ενώ στους πρόποδές του υπήρχε η πόλη Πίναρα, μια από τις μεγαλύτερες της Λυκίας.
[9] Ο στίχος είναι προβληματικός, γιατί ο Καύνος δεν ήταν Ίωνας, αλλά Κρης από τον πατέρα του Μίλητο. Ο Νικαίνετος ίσως να εννοεί ότι ήταν ο πρώτος που συγκέντρωσε τους διασκορπισμένους ως τότε Ίωνες. Έτσι φαίνεται πως αντιλαμβάνεται το χωρίο και ο Παρθένιος με όσα λέει πριν παραθέσει τους στίχους του Νικαίνετου (βλ. παραπ. στη μετάφραση).
[10] Στο πρωτότυπο γίνεται λόγος περί ολολυγόνος, ένα είδος άγνωστου ζώου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από τις κραυγές του. Άλλοι το θεωρούσαν είδος μικρής κουκουβάγιας, άλλοι βατράχου και άλλοι τσίχλας. Είναι πιθανό ο Νικαίνετος να υπαινίσσεται κάποια άγνωστη άτυχη ερωτική ιστορία που κατέληγε στη μεταμόρφωση μιας κοπέλας (ίσως μιας νύμφης Ολολυγόνος) σε κάποιο ζώο που θρηνεί. Επιπλέον, ίσως να υπαινίσσεται ότι και η Βυβλίς μεταμορφωνόταν σε κάποιο ζώο, αν και το απόσπασμά μας διακόπτεται πριν απ’ αυτό το σημείο.
            Ο Νικαίνετος διαμορφώνει το στίχο του έχοντας σαφώς υπόψη το στίχο της Ιλ. Ι 563, όπου γίνεται λόγος για την αλκυόνα.
[11] Εννοείται ο μικρός Ίτυς από την τραγική ιστορία του Τηρέα, της Πρόκνης και της Φιλομήλας.