Η ιδεατή Αθήνα στις Ευμενίδες του Αισχύλου


Η ιδεατή Αθήνα λειτουργεί ως πρότυπο και παράδειγμα για το ακροατήριο μέσω της τραγωδίας τόσο πρώιμα όσο το 458 στις Ευμενίδες. Στο έργο αυτό ο Ορέστης, αφού περιπλανηθεί στην Ελλάδα, βρίσκει τη λύτρωση στην Αθήνα.[1] Οι Ερινύες πείθονται να κατοικήσουν στην Αθήνα ως επόπτες της κοινωνίας, συνδεμένες με τον καινούργιο θεσμό του Αρείου Πάγου, ενώ οι Αθηναίοι δικαστές είναι ικανοί να προσθέσουν οίκτο στη δικαιοσύνη τους, για να σώσουν τον Ορέστη. Τόσο η πειθώ όσο και το έλεος είναι σημαντικοί παράγοντες σε ένα δικαστήριο φόνου, όπου το δίκαιο της ανταπόδοσης (οφθαλμός αντί οφθαλμού) εκλεπτύνεται με την ικανότητα της ανθρώπινης λογικής να κρίνει αντίπαλες αξιώσεις. Πράγματι η ύπαρξη ενός τέτοιου δικαστηρίου είναι ουσιώδης σε μια πολιτισμένη κοινωνία. 
H σύλληψη της Αθήνας ως πόλεως της πειθούς, του οίκτου και της προσαρμοστικότητας ήταν θεμελιώδης στην εξιδανικευμένη εικόνα της δημοκρατικής Αθήνας ως της πιο πολιτισμένης πόλης της Ελλάδας. Η Αθήνα των Ευμενίδων είναι πόλη θάρρους και ευφυίας (Βλ. και Θουκ. 2, 40, 3). Απαιτεί θάρρος για να βοηθήσει κανείς τον άνθρωπο που καταδιώκουν οι Ερινύες και να προσκαλέσει τέτοιες φοβερές θεές να μείνουν στην πόλη. Η Αθήνα επιβραβεύεται και από ανθρώπους και από θεούς: ο Ορέστης υπόσχεται αιώνια συμμαχία του Άργους με την Αθήνα και οι Ερινύες να προστατεύουν την αθηναϊκή κοινωνία (Ευμ. 938-1010, ειδικά 961).  
Αν και η Αθήνα των Ευμενίδων είναι η πόλη του Θησέα (1026 / πβ. 402, 685 κ.εξ.), δεν εμφανίζεται ο ίδιος στο έργο και ο ρόλος που του αποδίδεται στην μεταγενέστερη τραγωδία μοιράζεται εδώ μεταξύ Αθηνάς και Αθηναίων ενόρκων. Ό,τι κυριαρχεί είναι η ανώνυμη συλλογικότητα των πολιτών-ενόρκων. Η λογική, η μετριοπάθεια και η δικαιοσύνη της συλλογικής δημοκρατικής Αθήνας θα αθωώσει τον Ορέστη. Η έμφαση στη συλλογικότητα καθιστά τις Ευμενίδες μοναδικές ανάμεσα στις τραγωδίες, χαρακτηριστική ίσως του πολιτικού κλίματος μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη. Έτσι η τραγωδία αυτή βρίσκεται κοντά στη δημόσια τέχνη της εποχής της. Η συλλογική ανωνυμία των ενόρκων μοιάζει με τις Αμαζονομαχίες και τις Κενταυρομαχίες στο Θησείο και την Ποικίλη Στοά ή εικόνες Ελλήνων που πολεμούν ανατολίτες και Κενταύρους στον Παρθενώνα, όπου είναι αδύνατο να ταυτίσει κανείς κάποιο ξεχωριστό άτομο, αφού η συγκέντρωση σε κάποιο άτομο θα απομάκρυνε από τη συλλογική αναπαράσταση που εκφράζει την ενότητα και τη δόξα όλης της πόλης. 

[Από το Sophie Mills, Theseus, Tragedy and the Athenian Empire. Oxford University Press, 1997] 


[1] Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Αθήνα. Βλ. τα λόγια των ικετών στον Ευρ., Ικ. 187-9 / Ηρακλείδαι 185 κ.εξ. / Σοφ., ΟΚ 84 κ.εξ. / 258-65. Για όλους αυτούς η Αθήνα είναι το τελευταίο καταφύγιο των απελπισμένων.