Η ιστορία της Ηρίππης και του Ξάνθου (Παρθένιος 8)


Ηρίππη

[Την ιστορία αφηγείται ο Αριστόδημος από τη Νύσα στο πρώτο βιβλίο των Ιστοριών του, πλην όμως αλλάζει τα ονόματα και αποκαλεί την Ηρίππη Ευθυμία και τον βάρβαρο τον ονομάζει Καυάρα[1]].

            Κάποτε οι Γαλάτες[2] έκαναν επιδρομή στην Ιωνία και εκπορθούσαν τις πόλεις της. Στη Μίλητο εορτάζονταν τότε τα Θεσμοφόρια[3] και οι γυναίκες είχαν συγκεντρωθεί στο ιερό, το οποίο απέχει λίγο από την πόλη. Τότε ένα απόσπασμα του βαρβαρικού στρατού εισέβαλε στην επικράτεια της Μιλήτου και κάνοντας αιφνιδιαστική επιδρομή απήγαγε τις γυναίκες.[4] Κατόπιν άλλες από αυτές οι Μιλήσιοι τις γλίτωσαν δίνοντας ως λύτρα πολύ ασήμι και χρυσάφι, άλλες όμως οι βάρβαροι τις ιδιοποιήθηκαν και τις πήραν μαζί τους. Ανάμεσά τους ήταν και η Ηρίππη, γυναίκα του Ξάνθου, ενός άνδρα πολύ σεβαστού στη Μίλητο και από πρώτης τάξεως οικογένεια. Πίσω της άφησε ένα παιδάκι δύο ετών.[5] Ο Ξάνθος, που τη λαχταρούσε πολύ, εξαργύρωσε ένα μέρος της περιουσίας του και συγκέντρωσε δύο χιλιάδες χρυσά νομίσματα. Πρώτα πέρασε στην Ιταλία και από εδώ έφτασε με τη βοήθεια κάποιων προσωπικών φίλων στη Μασσαλία.[6] Από εκεί πέρασε στη χώρα των Κελτών. Πλησίασε το σπίτι, όπου η γυναίκα του συζούσε με κάποιον άνδρα από τους πιο ξακουστούς μεταξύ των Κελτών, και παρακαλούσε για φιλοξενία. Εκείνοι τον υποδέχτηκαν πρόθυμα και με φιλόξενη διάθεση. Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι είδε τη γυναίκα του και εκείνη τον αγκάλιασε με τα χέρια της και τον τράβηξε κοντά της  με μεγάλη στοργή. Αμέσως ο Κέλτης ήρθε κοντά τους και η Ηρίππη του εξιστόρησε την περιπλάνηση του άντρα της και του είπε ότι είχε έρθει για χάρη της για να πληρώσει λύτρα. Ο Κέλτης θαύμασε τον Ξάνθο για την ευψυχία του και αμέσως συγκέντρωσε τους πιο κοντινούς του φίλους και παρέθεσε γεύμα για χάρη του. Καθώς το συμπόσιο τραβούσε σε μάκρος, ο Κέλτης έβαλε τη γυναίκα να ξαπλώσει στο πλάι του και με τη βοήθεια διερμηνέα ρωτούσε τον Ξάνθο πόσα χρήματα είχε μαζί του συνολικά.[7] Ο Ξάνθος του απάντησε ότι είχε στο σύνολο χίλια χρυσά νομίσματα και ο βάρβαρος τον πρόσταξε να τα μοιράσει σε τέσσερα τμήματα και τα τρία από αυτά να τα κρατήσει για τον εαυτό του, τη γυναίκα και το παιδί του, ενώ το τέταρτό να το αφήσει ως λύτρα για τη γυναίκα του. Όταν κάποια στιγμή πήγαν και ξάπλωσαν, η γυναίκα ονείδισε τον Ξάνθο σκληρά, διότι υποσχέθηκε στο βάρβαρο τόσο μεγάλη ποσότητα χρυσού που δεν είχε στην κατοχή του. Θα κινδύνευε κι ο ίδιος, εάν δεν εκπλήρωνε την υπόσχεσή του. Ο Ξάνθος της απάντησε ότι στα υποδήματα των δούλων του είχε κρύψει κι άλλα χίλια χρυσά νομίσματα, επειδή δεν ήλπιζε να συναντήσει έναν τόσο συγκαταβατικό βάρβαρο, αλλά νόμιζε ότι θα χρειαζόταν πολλά λύτρα. Την επόμενη μέρα η γυναίκα αποκάλυψε στον Κέλτη το πλήθος του χρυσού και τον προέτρεπε να σκοτώσει τον Ξάνθο, λέγοντας ότι προτιμούσε πολύ περισσότερο εκείνον από ό,τι την πατρίδα και το παιδί της, ενώ τον Ξάνθο τον απεχθανόταν ολοκληρωτικά. Όμως ο βάρβαρος δεν ευχαριστήθηκε με τα λεγόμενά της, αλλά σκέφτηκε να την τιμωρήσει. Όταν λοιπόν ο Ξάνθος έσπευδε προς αναχώρηση, ο Κέλτης τον προέπεμψε με μεγάλη εγκαρδιότητα, παίρνοντας μαζί και την Ηρίππη. Όταν έφτασαν στα σύνορα της χώρας των Κελτών, ο βάρβαρος είπε ότι ήθελε να τελέσει θυσία πριν χωριστούν μεταξύ τους. Το σφάγιο έφτασε και ο Κέλτης παρακάλεσε την Ηρίππη να το κρατήσει. Την ώρα που εκείνη το κρατούσε, όπως και άλλες φορές συνήθιζε να κάνει, ύψωσε το ξίφος του και κατεβάζοντάς το την αποκεφάλισε.[8] Τον Ξάνθο τον προέτρεψε να μη δυσανασχετεί, αφού του αποκάλυψε τη δολιότητά της, και του επέτρεψε να πάρει μαζί του όλο το χρυσάφι.





[1] Υπήρχαν δύο Αριστόδημοι από τη Νύσα της Μικράς Ασίας, ξαδέλφια (βλ. Στράβων 14.1.48). Αυτός που εννοείται εδώ πρέπει να είναι ο νεότερος (αδελφός του Σώστρατου -βλ. ιστορία 10), τον οποίο ο Στράβων άκουσε γύρω στο 45 π.Χ. να διαλέγεται ἐσχατόγηρως στη Νύσα. Η συλλογή ιστοριών πρέπει να ήταν, επομένως, αρχαιότερη αυτής του Παρθένιου. Ο Αριστόδημος ονόμαζε Καυάρα τον ανώνυμο στον Παρθένιο Κέλτη. Καύαροι ή Καούαροι ήταν ένα κελτικό φύλο της ρωμαϊκής επαρχίας με το όνομα Galatia Narbonensis και οι πόλεις τους βρίσκονταν κοντά στη Μασσαλία (Πτολ., Γεωγρ. 2.10.14, Στράβων 4.1.11, Πλίνιος, ΗΝ 3.34 κ.α.). Ένας βασιλιάς των Γαλατών της Θράκης με το όνομα Καύαρος αναφέρεται από τον Πολύβιο 4.52.1, 8.22.1.
            Η ιστορία που ακολουθεί αποτελεί παράδειγμα ανδρικής αλληλεγγύης και διαφέρει από τις άλλες της συλλογής που αφορούν την καταστροφική δύναμη του έρωτα. Αν και παρουσιάζεται ως δήθεν ιστορικό γεγονός, ανήκει στην ψευδοϊστορία, αφού παρουσιάζει το γνωστό και από αλλού μοτίβο της συνάντησης μεταξύ Ελλήνων ή Ρωμαίων και ενός ευγενούς βαρβάρου. Υπάρχει μάλιστα στον Πολύβιο (21.38) και το Λίβιο (38.24.2-11) μια ιστορία που είναι σαν το αντίστροφο είδωλο αυτής του Παρθένιου: μια ευγενής Γαλάτισσα βιάζεται από έναν Ρωμαίο στρατιώτη, ο οποίος στη συνέχεια κλείνει μια συμφωνία να την παραδώσει αντί λύτρων στα σύνορα της χώρας των Γαλατών (μια παρόμοια λεπτομέρεια υπάρχει και στον Παρθένιο -βλ. παρακ.). Εκεί, μολονότι ο στρατιώτης τη φιλά με πάθος, αυτή δίνει το σήμα στους συγγενείς της να την αποκεφαλίσουν και μεταφέρει περήφανη το κεφάλι του στο Γαλάτη σύζυγό της, λέγοντάς του ότι μόνο ένας από τους άνδρες που κοιμήθηκε μαζί της μπορούσε να παραμείνει ζωντανός. Εδώ η πιστή ευγενής Γαλάτισσα είναι το αντίθετο της άπιστης Μιλήσιας Ηρίππης, ενώ ο διεφθαρμένος Ρωμαίος στρατιώτης το αντίθετο του άφθορου Κέλτη της ιστορίας του Παρθένιου. Γενικά το μοτίβο του ευγενούς βαρβάρου είναι ήδη γνωστό από την Αττική τραγωδία, αλλά σε τέτοιους είδους ιστορίες τελικά ο βάρβαρος ενσαρκώνει τα ελληνικά ιδανικά. Η ιστορία της Ηρίππης έχει την ίδια λογική, αφού ο Κέλτης τιμά τη φιλοξενία, έχει αίσθηση της δικαιοσύνης και δίνει αξία στη συζυγική πίστη. Ο χαρακτήρας του ανταποκρίνεται μόνο μερικώς στο γενικό ήθος του κελτικού έθνους, όπως το σκιαγραφούσε ο Ποσειδώνιος στο εικοστό τρίτο βιβλίο των Ιστοριών του (Διόδ. 5.25.1 κ.εξ.), το οποίο άσκησε μεγάλη επίδραση τον 1ο αιώνα π.Χ. Ενώ όμως οι Κέλτες του Ποσειδώνιου είναι ασταθείς χαρακτήρες, ρέπουν στο πιοτό, επιδεικνύουν αφελώς τον πλούτο τους, δεν έχουν αυτοέλεγχο, ο Κέλτης του Παρθένιου δεν κρατά το χρυσάφι του Ξάνθου και παρά την αιματηρή και σκληρή του πράξη, υπερασπίζεται αυτό που θεωρεί ως σωστό.      
[2] Κελτικό φύλο, το οποίο περίπου από το 280 π.Χ., αφού επέδραμε στη Βαλκανική, φτάνοντας μέχρι τους Δελφούς, στη συνέχεια πέρασε στη Μικρά Ασία, όπου λεηλατούσε τις διάφορες πόλεις. Η Μίλητος λεηλατήθηκε το 277 π.Χ. Τελικά ένα μέρος τους εγκαταστάθηκε μόνιμα στην περιοχή της Άγκυρας, η οποία ονομάστηκε απ’ αυτούς Γαλατία.
[3] Γιορτή προς τιμή της Θεσμοφόρου Δήμητρας ως προστάτριας της γεωργίας, του γάμου και, γενικά, της κοινωνικής τάξης. Ήταν μια πανάρχαια γιορτή πολλών ελληνικών πόλεων (μαρτυρείται για πάνω από 30 πόλεις στην Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και τη Σικελία). Στις τελετές έπαιρναν μέρος μόνο έγγαμες γυναίκες της υψηλής κοινωνίας και απαγορευόταν αυστηρά η παρουσία αντρών.
[4] Οι γυναίκες συνήθως γίνονται θύματα απαγωγής, όταν βρίσκονται σε ιερά εκτός πόλης, όταν και είναι πιο ευάλωτες. Πβ. Ηρόδ. 6.138.1, Παυσ. 4.16.9, 4.17.1, Πλούτ., Σόλων 8.4 (στις δύο τελευταίες περιπτώσεις οι γυναίκες θυσιάζουν στη Δήμητρα και ο Πλούταρχος τις αποκαλεί τάς πρώτας).
[5] H επιγραμματοποιός Ανύτη από τη Μυτιλήνη μνημονεύει τρεις Μιλήσιες, οι οποίες έκαναν το αντίθετο από την Ηρίππη και αυτοκτόνησαν τῶν ἀθεμίστων τήν ἄνομον Γαλατᾶν ὕβριν ἀναινομέναι (Παλ. ανθ. 7.492). Ο Ιερώνυμος επαναλαμβάνει την ιστορία τους ως παράδειγμα αγνότητας (PL 23.285). Η εγκατάλειψη παιδιού και συζύγου αποτελεί μεγάλο αμάρτημα. Πβ. Σαπφώ απ. 16.10 Voigt για την Ελένη. Η ανώτερη τάξη στην οποία ανήκει η Ηρίππη και ο Ξάνθος αποτελεί σύνηθες μοτίβο σε ανάλογος ιστορίες και εξηγεί τη δυνατότητα του Ξάνθου να συγκεντρώσει ένα μεγάλο ποσό ως λύτρα για τη γυναίκα του.
[6] Η λέξη ἰδιόξενος υποδηλώνει έναν προσωπικό φίλο σε ένα άλλο κράτος, σε αντίθεση με τη λέξη πρόξενος, που σημαίνει τον επίσημο εκπρόσωπο μιας πόλης σε μια άλλη πόλη.
[7] Η παρουσία της γυναίκας στο συμπόσιο υποδεικνύει ότι βρισκόμαστε στον βαρβαρικό κόσμο. Στον Ηρόδοτο (5.18.2) η παρουσία των συζύγων και των παλλακίδων στα περσικά συμπόσια αποτελεί εμφατικό σημείο διαφοράς με τα ελληνικά έθιμα. Οι Κέλτες συνηθίζουν τα παρατεταμένα συμπόσια και τα δείπνα τους περιγράφονται με γραφικό τρόπο από τον Διόδωρο (5.28.3-5) και τον Ποσειδώνιο (FGrHist 87 F 15, 18), όπου το κρασί ρέει άκρατο, οι καλεσμένοι κάθονται σε δέρματα στο έδαφος και καταλήγουν συχνά σε προκλήσεις μεταξύ των Κελτών για θανάσιμες μονομαχίες.
[8] Αν και δεν πρόκειται ακριβώς για θυσία, αλλά για εκτέλεση, αφού χρησιμοποιείται ξίφος (όχι πέλεκυς) και το θύμα αποκεφαλίζεται (δεν του κόβεται ο λαιμός), εντούτοις κατά κάποιο τρόπο η Ηρίππη αντικαθιστά το σφάγιο της θυσίας, ένα είδος αντιστροφής του μοτίβου της υποκατάστασης του ανθρώπινου σφαγίου από ζώο σε άλλες ιστορίες (λ.χ. Ιφιγένεια, Ισαάκ). Οι Κέλτες είχαν τη φήμη ότι αποκεφάλιζαν τους εχθρούς τους. Βλ. Στράβων 4.4.5 (με πηγή τον Ποσειδώνιο). Στον ελληνικό κόσμο ο αποκεφαλισμός ήταν σπάνιος, αλλά ήταν συχνότερος στη Ρώμη.