Η ιστορία του Ιππαρίνου (Παρθένιος 7)


 Ιππαρίνος

[Την ιστορία αφηγείται ο Φανίας ο Ερέσιος].[1]

[2]Στην ιταλική Ηράκλεια υπήρχε ένα αγόρι με έξοχο παρουσιαστικό, το οποίο ονομαζόταν Ιππαρίνος και καταγόταν από πολύ καλή οικογένεια. Τον Ιππαρίνο τον ερωτεύτηκε ο Αντιλέων, ο οποίος, αν και χρησιμοποίησε πολλά τεχνάσματα, δεν μπόρεσε με κανέναν τρόπο να τον προσελκύσει. Το αγόρι περνούσε πολύ από το χρόνο του στα γυμναστήρια[3] και ο Αντιλέων έσπευδε κοντά του και του έλεγε ότι το ποθεί τόσο πολύ, ώστε θα μπορούσε να υπομείνει κάθε δοκιμασία και πως ό,τι και αν τον πρόσταζε, αυτός δε θα αποτύγχανε. Ο Ιππαρίνος του ζήτησε ειρωνικά να του φέρει το κουδούνι από κάποιον απόκρημνο τόπο, ο οποίος φρουρούνταν πολύ στενά από τον τύραννο των Ηρακλεωτών.[4] Πίστευε ότι ο Αντιλέων δε θα μπορούσε ποτέ να εκτελέσει αυτόν τον άθλο. Ο Αντιλέων όμως πλησίασε στα κρυφά το φρούριο, παραμόνευσε τον φύλακα του κουδουνιού και τον σκότωσε. Όταν επέστρεψε στον νεαρό έχοντας εκπληρώσει την υπόσχεσή του, εκείνος τον αντιμετώπισε με πολύ ευνοϊκή διάθεση και στο εξής αγαπιόντουσαν μεταξύ τους πάρα πολύ. Όταν όμως ο τύραννος άρχισε να ορέγεται την ομορφιά του αγοριού και ήταν έτοιμος να το απαγάγει με τη βία, ο Αντιλέων εξοργίστηκε, αλλά προέτρεψε το παιδί να μη φέρει αντιρρήσεις και κινδυνέψει. Ο ίδιος την ώρα που ο τύραννος έβγαινε από το σπίτι του έτρεξε κοντά του και τον σκότωσε. Μετά την πράξη του τράπηκε σε φυγή και θα προλάβαινε να διαφύγει εάν δεν έπεφτε πάνω σε ένα  κοπάδι από πρόβατα δεμένα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να συλληφθεί. Έτσι, όταν η πόλη επέστρεψε στο αρχαίο της πολίτευμα, οι Ηρακλεώτες έστησαν χάλκινα αγάλματα[5] και στους δύο και όρισαν με νόμο κανείς στο εξής να μην οδηγεί πρόβατα δεμένα μεταξύ τους.





[1] Ο Φανίας ή Φαινίας από την Ερεσό της Λέσβου ήταν μαθητής του Αριστοτέλη. Ασχολήθηκε μεταξύ άλλων με την ιστορία των τυράννων και έγραψε Τυράννων αναίρεσις εκ τιμωρίας και Περί των εν Σικελία τυράννων (Wehrli 11-13).
[2] Ιστορίες ομοφυλοφιλικού έρωτα είναι συνήθεις στις διηγήσεις της πτώσης διαφόρων τυραννιών, κυρίως στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τυράννων και αριστοκρατών. Ο αριστοκρατικός έρωτας εμπνέει θάρρος και αποτελεί κίνδυνο για την τυραννία (Πλάτων, Συμπ. 182C, Πλούτ. 760C, Αθήν. 13.602Α). Έτσι ο Περιπατητικός Ηρακλείδης ο Ποντικός μάς αναφέρει για την αντίθεση των εραστών Χαρίτωνος και Μελανίππου προς τον τύραννο του Ακράγαντα Φάλαρη (απ. 65 Wehrli), αλλά το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ασφαλώς αυτό του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, των Τυραννοκτόνων της Αθήνας, ο ερωτικός δεσμός των οποίων λέγεται ότι προκάλεσε το φόνο το Πεισιστρατίδη Ίππαρχου, αδερφού του τυράννου Ιππία, στα Παναθήναια του 514 π.Χ. Ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων τιμήθηκαν με ανδριάντες από τους Αθηναίους.
Η σικελική ιστορία του Ιππαρίνου και του Αντιλέοντος που αφηγείται ο Παρθένιος αντανακλά αυτή τη γενικότερη παράδοση τυραννοκτονίας από εραστές, ο ένας εκ των οποίων προσβάλλεται από τον τύραννο, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η αθηναϊκή παράδοση για τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα μεταφέρεται στη Σικελία από τον Υγίνο (Fab257.9-12). Και ο Αιλιανός (απ. 70 Hercher) έδινε τη δική του εκδοχή των γεγονότων, η οποία περιλάμβανε το επεισόδιο με τα πρόβατα (βλ. το τέλος της ιστορίας), αλλά παρουσίαζε ως τυραννοκτόνο το νεαρό αγόρι, ενώ ο Αντιλέων πέθαινε αργότερα. Ο Πλούταρχος (760C) τοποθετεί τα συμβάντα όχι στην Ηράκλεια, αλλά στο Μεταπόντιο, ενώ και ο Αριστοτέλης κάνει μια αόριστη μνεία σε μια περίπτωση τυραννοκτονίας στο Μεταπόντιο με αφορμή τον έρωτα (Ηθ. Ευδ. 1229a23). Δεν γνωρίζουμε ποια από τις δύο πόλεις να προτιμήσουμε ως απώτερη πηγή της παράδοσης, ενώ δεν υπάρχει ιστορική μαρτυρία περιόδου τυραννικού πολιτεύματος σε καμία από τις δυο. Ίσως η σχετική ασημαντότητα της Ηράκλειας σε σχέση με το Μεταπόντιο δίνει προτεραιότητα στην πρώτη, ενώ ο Βάρρων (De re rust2.9.6) αναφέρει μια αγορά προβάτων στην Ηράκλεια. Αν προτιμήσουμε την Ηράκλεια, τότε terminus post quem για την ιστορία μας θα ήταν το 433/2 π.Χ., όταν έγινε η ίδρυση της πόλης.
[3] Τα γυμνάσια ήταν επικίνδυνα μέρη για τυράννους, όπως κατανόησε ο Πολυκράτης της Σάμου, όταν διέλυσε τις παλαίστρες (Αθήν. 13.602D).
[4] Ένα σχόλιο στο περιθώριο του χειρογράφου μάς πληροφορεί ότι ο τύραννος ονομαζόταν Αρχέλαος. Ο κώδων ήταν ένα κουδούνι που περιέφερε κάποιος φρουρός και στο οποίο ήταν υποχρεωμένοι να απαντήσουν οι φύλακες που είχαν βάρδια. Στο Θουκυδίδη (4.135.1) φαίνεται με την ίδια λέξη να υπονοείται ένα σύστημα φύλαξης που περνά από τον ένα φρουρό στον άλλο. Αλλού η λέξη δηλώνει το στόμιο της σάλπιγγας (Σ Σοφ., Αίας 17).  
[5] Τα αγάλματα αυτά θα ήταν στημένα στην Αγορά, όπως και τα αντίστοιχα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα στην Αθήνα. Οι χαλκοί ανδριάντες ήταν ανάμεσα στις μέγιστες τιμές που απέδιδε μια πόλη στους ευεργέτες της, πράγμα σπάνιο στην κλασική εποχή, αν και από την ελληνιστική περίοδο και μετά η κατάσταση αλλάζει. Το αρχαίο πολίτευμα στο οποίο επιστρέφει η Ηράκλεια είναι ασφαλώς η δημοκρατία.