Θεατροκρατία και τραγωδία


Το ερώτημα για την «αληθινή» φύση του φαινομένου της αττικής τραγωδίας μπορεί να πάρει διάφορες μορφές: μπορεί να αφορά την καταγωγή της, τη λειτουργία της εντός της πόλεως, τη σχέση της με τις θρησκευτικές τελετές της πόλης και το θεό Διόνυσο, τη διανοητική ή συναισθηματική της δύναμη, το κοσμοείδωλο που αναδύεται μέσα από αυτήν κ.τ.λ. Οι διάφοροι τύποι ερωτήσεων που μπορούμε να θέσουμε σε σχέση με την τραγωδία εξηγούν την ποικιλία των γνωμών που έχουν διατυπωθεί για το «τι είναι η τραγωδία».
Δύο δημοφιλείς ερμηνείες του φαινομένου της αττικής τραγωδίας κατά τον 20ο αιώνα υπήρξαν αυτή του Heidegger καθώς και η ερμηνεία των ανθρωπολόγων.  O Heidegger θεώρησε την τραγωδία ως εμβληματικό παράδειγμα της αινιγματικής συνύπαρξης της ποίησης και του στοχασμού ως δρόμων για το Είναι. Έτσι μετέτρεψε την τραγωδία σε οντολογική αλήθεια που ξεπερνά τις δραματικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της αθηναϊκής τραγωδίας του 5ου αιώνα ως πολιτιστικού θεσμού και πρακτικής. Από την άλλη μεριά η ανθρωπολογική-μυθολογική προσέγγιση τονίζοντας τις πολιτιστικές και θεσμοποιημένες πλευρές της τραγωδίας τη μετέτρεψε σε απλή τελετουργία που παρέχει υλικό για σπουδές στη συγκριτική θρησκειολογία. Και οι δύο προσεγγίσεις αγνοούν καινοτόμα χαρακτηριστικά του πολιτισμού, της πολιτικής και της φιλοσοφίας του 5ου αιώνα στην Αθήνα, που απετέλεσαν ουσιώδη συστατικά της μορφής και του περιεχομένου του αττικού δράματος. Για παράδειγμα: μέσα στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής πόλης αφοσιωμένης στο δημόσιο λόγο, η διερεύνηση από τους τραγικούς του ρόλου του λόγου και της γλώσσας αποτελεί μέρος της δράσης και του πνεύματος της αττικής τραγωδίας. Οι τραγωδίες ήγειραν πολιτικά και ηθικά ζητήματα που προεικονίζουν τις εξελίξεις της κριτικής και ανάλυσης στη φιλοσοφία.
Η ιστορική διαπλοκή της διαμόρφωσης της ελληνικής τραγωδίας με την ανάδυση της αθηναϊκής πόλεως και ιδιαίτερα της αθηναϊκής δημοκρατίας έλκυσε το ενδιαφέρον των φιλολόγων αλλά και των πολιτικών στοχαστών από παλιά. Οι κλασικιστές κατέφυγαν στην ανάλυση του έργου συγκεκριμένων τραγωδών ή στην αναζήτηση ορισμένων θεματικών, διανοητικών ή γλωσσικών μοτίβων μέσα στα επιμέρους δράματα. Η πολιτική σημασία της τραγωδίας αναδύθηκε μέσα από την ερμηνευτική ανάλυση των ίδιων των θεατρικών έργων (σε σχέση πάντα με το πλαίσιο της καταγωγής τους) ως φορέων πολιτικών ή κοινωνικών νοημάτων. Έτσι, η πολιτική φύση της τραγωδίας θεωρείται εμμέσως ότι προκύπτει από το μιμητικό της χαρακτήρα.[1]
Πολλές φορές, ωστόσο, η σύγχρονη απέχθεια για το διδακτισμό και την προπαγάνδα στην τέχνη οδήγησαν τους κριτικούς να υποβαθμίσουν την πιθανότητα ενασχόλησης των αρχαίων τραγικών με σύγχρονά τους προβλήματα.  Η σταδιακή, εντούτοις, κατανόηση στη διάρκεια του 20ου αιώνα της μεγάλης σημασίας του κοινωνικού πλαισίου, μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το αρχαίο δράμα, καθώς και της ενσωμάτωσής του στον ιστό της δημοκρατικής πόλεως οδήγησαν σε μια βαθύτερη κατανόηση της λειτουργίας της τραγωδίας και στην αναγνώριση της ενασχόλησής της με καίρια πολιτικά ζητήματα. Εξάλλου, οι ίδιοι οι αρχαίοι συγγραφείς είχαν κατανοήσει αυτήν τη διάσταση. Ο χαρακτηρισμός του ποιητή ως διδασκάλου με αξιωματικό τρόπο από τον Αριστοφάνη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη είναι ενδεικτικός αυτής της πραγματικότητας.
Ειδικά ο Πλάτωνας, ο αυστηρότερος κριτής της τραγωδίας, μαρτυρεί στους Νόμους του (701Α) τη συνύφανση τραγωδίας και δημοκρατίας, όταν παραλληλίζει την πολιτική στο πλαίσιο της δημοκρατίας με τη θεατροκρατία, δηλαδή την κυριαρχία του θεατή και του κοινού στο θέατρο. Η κυριαρχία αυτή, που προκαλεί την απέχθεια του Πλάτωνα, συνίσταται στην εξύψωση του πολίτη-θεατή σε κριτή και δικαστή. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι βέβαια το γεγονός ότι στο ίδιο έργο (817Α-Β) ο Πλάτωνας σημειώνει πως η πολιτεία που προτείνει με το λόγο του έχει δομηθεί ως δραματοποίηση της ευγενούς και τέλειας ζωής και ότι ο φιλοσοφικός του διάλογος είναι η πιο αληθής από τις τραγωδίες.
Ο Πλάτωνας μπορεί να εγκατέλειψε την τραγωδία για χάρη της φιλοσοφίας συναντώντας το Σωκράτη, αλλά δεν εγκατέλειψε το πρότυπο του ποιητή ως παιδαγωγού της Αθήνας. Ο Πλάτων προσπάθησε να γράψει καλύτερους φιλοσοφικούς διαλόγους από τον Ευριπίδη, παντρεύοντας το τάλαντο του ποιητή με την κληρονομιά του Σωκράτη.




[1]   Ανάμεσα στους πολιτικούς στοχαστές η προσέγγιση που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση είναι της Hannah Arendt. Κατά την Arendt η πολιτική ουσία του θεάτρου προκύπτει από την προφιλοσοφική αναπαράσταση των ανθρωπίνων υποθέσεων, όπου προφιλοσοφική σημαίνει ότι το θέατρο είναι μια καθαρή εμπειρία λόγου και δράσης, μέσα από την οποία κάθε ηθοποιός αποκαλύπτει ποιος είναι μιλώντας και δρώντας ανάμεσα σε άλλους. Το θέατρο είναι επίσης προπολιτικό με την έννοια ότι είναι η αλληλεπίδραση η εγγεγραμμένη στο λόγο και τη δράση εν μέσω ενός πλήθους που ανοίγει το δρόμο για την πόλη. Έτσι δεν είναι η μιμητική δύναμη του έργου καθαυτή που αποτελεί το πολιτικό στοιχείο του θεάτρου, αλλά το γεγονός ότι η τραγωδία μιμείται τον άνθρωπο στη σχέση του με τους άλλους.