Οι ποταμοί Σάγαρις, Σκάμανδρος και Τάναης



Σάγαρις
(Πλούταρχος, Περί ποταμών 12)
Ο Σάγαρις[1] είναι ποταμός της Φρυγίας. Προηγουμένως αποκαλούνταν Ξηροβάτης με βάση το γεγονός ότι κατά την θερινή περίοδο πολλές φορές παρουσιάζεται να είναι ξερός.[2] Ονομάστηκε Σάγαρις για τον εξής λόγο: ο Σάγαρις ήταν γιος του Μύγδονος και της Αλεξιρρόης.[3] Περιφρονούσε τα μυστήρια της Μητέρας των θεών και προσέβαλε τους ιερείς της, τους Γάλλους.[4] Η θεά νιώθοντας απέχθεια για την φαύλη πράξη του έστειλε στον προαναφερθέντα μανία. Αυτός έχασε τα λογικά του και ρίχτηκε στον ποταμό Ξηροβάτη, που άλλαξε από αυτόν όνομα σε Ξηροβάτης.
Στο ποτάμι αυτό παράγεται ένας λίθος με το όνομα αυτόγλυφος (=αυτός που έχει σκαλιστεί από μόνος του), γιατί έχει πάνω του σκαλισμένη την Μητέρα των θεών. Ο λίθος αυτός ανευρίσκεται σπάνια και αν τον βρει κανείς από εκείνους που ευνουχίζονται, δεν ταράζεται, αλλά αντέχει με ευψυχία το θέαμα της παρά φύσιν πράξης, όπως ιστορεί ο Αρετάδης στα Φρυγιακά.
Πλάι στο ποτάμι υπάρχει το όρος το καλούμενο Βαλληναίον, το όνομα του οποίου σημαίνει σε μετάφραση «βασιλικό». Πήρε το προσωνύμιο από τον Βαλληναίο, γιο του Γανυμήδη και της Μηδησιγίστης. Ο Βαλληναίος βλέποντας τον πατέρα του (σχεδόν) να πεθαίνει από μελαγχολία,[5] υπέδειξε στους ντόπιους την γιορτή με το όνομα Βαλληναίον, όπως λέγεται μέχρι και σήμερα.
Στο βουνό αυτό δημιουργείται λίθος με το όνομα αστήρ,[6] ο οποίος συνήθως λάμπει σαν φωτιά μέσα στη βαθιά νύχτα, όταν ξεκινά να φθινοπωριάζει. Στη γλώσσα των ντόπιων λέγεται βαλλήν,[7] που σημαίνει σε μετάφραση «βασιλεύς», όπως ιστορεί ο Ερμησιάναξ ο Κύπριος στο δεύτερο βιβλίο των Φρυγιακών.


Σκάμανδρος
(Πλούταρχος, Περί ποταμών 13)
Ο Σκάμανδρος είναι ποταμός της Τρωάδος. Προηγουμένως αποκαλούνταν Ξάνθος, όμως άλλαξε όνομα για την ακόλουθη αιτία: ο Σκάμανδρος, γιος του Κορύβαντος[8] και της Δημοδίκης, την ώρα που τελούνταν τα μυστήρια της Ρέας αντίκρισε αιφνίδια τη θεά, τρελάθηκε, έτρεξε ορμητικά προς τον ποταμό Ξάνθο και έπεσε μέσα σ’ αυτόν, ο οποίος εξαιτίας του μετονομάστηκε σε Σκάμανδρο.
Μέσα στο ποτάμι φύεται μία βοτάνη με το όνομα σείστρος, η οποία μοιάζει με ρεβίθι. Έχει καρπούς που σείονται, γι’ αυτό και πήρε το προσωνύμιο. Όσοι την έχουν στην κατοχή τους δεν φοβούνται την εμφάνιση φαντασμάτων ή θεών, όπως ιστορεί ο Δημόστρατος στο δεύτερο βιβλίο του Περί ποταμών
Κοντά εκεί βρίσκεται και το όρος Ίδη,[9] το οποίο προηγουμένως αποκαλούνταν Γάργαρον[10] και υπάρχουν σ’ αυτό βωμοί του Διός και της Μητέρας των θεών. Άλλαξε όνομα σε Ίδη για τον εξής λόγο: ο Αιγέσθιος, που καταγόταν από τον Διόσφορο,[11] ερωτεύτηκε μια κοπέλα, την Ίδη, συνευρέθηκε με την προαναφερθείσα και γέννησε τους λεγόμενους Ιδαίους Δακτύλους. Όταν η Ίδη τρελάθηκε μέσα στο άδυτο της Ρέας, ο Αιγέσθιος προς τιμήν της μετονόμασε το βουνό σε Ίδη.
Στο βουνό αυτό δημιουργείται ο λίθος κρύφιος (=απόκρυφος), ο οποίος είναι ορατός μόνο σε όσους τελούν τα μυστήρια των θεών, όπως ιστορεί ο Ηράκλειτος ο Σικυώνιος στο δεύτερο Περί λίθων βιβλίο του.


Τάναης
(Πλούταρχος, Περί ποταμών 14)
Ο Τάναης είναι ποταμός της Σκυθίας,[12] ο οποίος αποκαλούνταν προηγουμένως Αμαζόνιος, επειδή μέσα σ’ αυτόν λούζονταν οι Αμαζόνες. Άλλαξε, όμως, όνομα για τον εξής λόγο: ο Τάναης, γιος του Βηρωσσού και μιας Αμαζόνας, της Λυσίππης,[13] ήταν σωφρονέστατος[14] και μισούσε το γένος των γυναικών. Σεβόταν μόνο τον Άρη, ενώ περιφρονούσε και τον γάμο. Η Αφροδίτη, όμως, του έστειλε επιθυμία για την μητέρα του. Ο Τάναης στην αρχή αντιμαχόταν το πάθος του, νικημένος όμως από την ανάγκη του οίστρου του και θέλοντας να παραμείνει ευσεβής, έριξε τον εαυτό του στον ποταμό Αμαζόνιο, ο οποίος μετονομάστηκε απ’ αυτόν σε Τάναης.
Μέσα του φύεται ένα φυτό που καλείται αλίνδα.[15] Τα φύλλα του μοιάζουν με του λάχανου. Οι κάτοικοι της περιοχής, αφού το ψιλοκοπανίσουν, αλείφονται με τον χυλό του και ζεσταίνονται, αντέχοντας με καρτερία το ψύχος. Στη γλώσσα τους το αποκαλούν Βηρωσσού έλαιον.
Στο ποτάμι αυτό δημιουργείται ένας λίθος παρόμοιος με τον κρύσταλλο, που μοιάζει σαν άνθρωπος εστεμμένος. Όταν πεθάνει κάποιος βασιλιάς, τελούν τις αρχαιρεσίες πλάι στο ποτάμι. Όποιος βρεθεί να κατέχει αυτόν τον λίθο αμέσως γίνεται βασιλιάς και παραλαμβάνει τα σκήπτρα του νεκρού, όπως ιστορεί ο Κτησιφών στο τρίτο Περί φυτών βιβλίο του. Τα ίδια μνημονεύει και ο Αριστόβουλος στο πρώτο βιβλίο του Περί λίθων.
Κοντά εκεί βρίσκεται ένα βουνό που στη γλώσσα των κατοίκων ονομάζεται Βριξάβα,[16] που σημαίνει Κριού μέτωπο. Πήρε το όνομά του από την ακόλουθη αιτία: ο Φρίξος, χάνοντας κοντά στον Εύξεινο Πόντο την αδερφή του, την Έλλη,[17] και ευρισκόμενος σε σύγχυση, όπως είναι φυσικό, κατέλυσε στην κορυφή ενός λόφου. Κάποιοι βάρβαροι τον είδαν και άρχισαν να ανηφορίζουν οπλισμένοι. Το χρυσόμαλλο κριάρι έσκυψε και είδε το πλήθος αυτών που έρχονταν εναντίον τους και μιλώντας με ανθρώπινη φωνή σήκωσε τον Φρίξο που αναπαυόταν. Πήρε στην πλάτη του τον Φρίξο και τον πήγε μέχρι την χώρα των Κόλχων. Ο λόφος από το συμβάν αυτό ονομάστηκε Κριού μέτωπο.
Στο λόφο αυτό φύεται βοτάνι που στη γλώσσα των βαρβάρων αποκαλείται φρίξα, λέξη που σημαίνει «αυτός που μισεί τον πονηρό». Μοιάζει με τον απήγανο και, όταν το κρατούν οι προγονοί, δεν αδικούνται από τις μητριές. Προπάντων φύεται κοντά στο λεγόμενο Βορέου άντρο. Όταν το μαζεύουν, είναι πιο κρύο κι απ’ το χιόνι. Όταν όμως μια μητριά επιβουλεύεται κάποιον, αναδίδει φλόγες, και όσοι φοβούνται τις δευτεροπαντρεμένες, έχοντας ως (προειδοποιητικό) σημάδι αυτό το φυτό, αποφεύγουν την μοιραία εκπλήρωση των φόβων τους, καθώς ιστορεί ο Αγάθων ο Σάμιος στο δεύτερο βιβλίο των Σκυθικών.






[1] Πρόκειται για τον γνωστό Σαγγάριο ή Σάγγαρη.
[2] Ο Πλίνιος, ΗΝ 54.6.1, υποστηρίζει ότι το πρώτο όνομα του Σαγγάριου ήταν Κόραλλος (Corallus).
[3] Ο Σάγαρις θεωρείται συνήθως γιος του Μίδα, επώνυμος του ποταμού Σαγγάριου.
[4] Ιερείς της θεάς Κυβέλης, που τη λάτρευαν στη Φρυγία και αργότερα στην αρχαία Ρώμη. Οι ιερείς αυτοί ευνουχίζονταν, γιατί είχαν ως πρότυπό τους τον Άττη, θεό της Φρυγίας και ευνοούμενο της Ρέας, που πέθανε αυτοευνουχισμένος. 
[5] Το κείμενο είναι πολύ φθαρμένο και η μετάφραση αβέβαιη.
[6] Σε άλλους αρχαίους συγγραφείς αναφέρονται λίθοι με το όνομα αστέριος ή αστερίτης, αλλά κανείς δεν καταγράφει κάποιον με το όνομα αστήρ.
[7] Κατά τον Ευφορίωνα τη λέξη την χρησιμοποιούσαν στη διάλεκτό τους οι Θούριοι (Σ Αισχ., Πέρσ. 660). Ο Αισχύλος την χρησιμοποιεί στους Πέρσες κατά το κάλεσμα του Πέρση βασιλιά Δαρείου από τον τάφο, ίσως για να δώσει ξενικό χρώμα στο κείμενο. Η λέξη μπορεί να έχει την ίδια ρίζα με το βασιλεύς, αν το διπλό -λλ-προέρχεται από αφομοίωση (<- o:p="">
[8] Εκπροσωπεί τους Κορύβαντες, θεότητες που μετείχαν στα μυστήρια της Κυβέλης-Ρέας-Μητέρας των θεών. Συχνά ταυτίζονταν με τους Ιδαίους Δακτύλους που αναφέρονται παρακάτω ή τους Κουρήτες, τους Καβείρους και άλλους παρόμοιους δαίμονες συνδεμένους με οργιαστικές λατρείες και τη γέννηση του μικρού Δία.
[9] Οροσειρά (ψηλότερη κορυφή 1.767 μ.) της Μικράς Ασίας, που εκτείνεται από τον Αδραμυττηνό κόλπο μέχρι την Προποντίδα, νοτιοανατολικά της αρχαίας Τροίας. Σύμφωνα με τον Όμηρο ήταν δασώδης και πολυπίδαξ, δηλαδή γεμάτη πηγές. Στην Ίδη πίστευαν πως έγινε η κρίση του Πάρη και η αρπαγή του Γανυμήδη από τον Δία.
[10] Η ρίζα της λέξης δηλώνει την αφθονία, αλλά και τον θόρυβο. Προφανώς έχουμε παραπομπή στην αφθονία των τρεχούμενων νερών της Ίδης. Ένας Γάργαρος θεωρείται γιος του Δία, Θεσσαλός από τη Λάρισα, από τον οποίο πήραν το όνομά της η πόλη Γάργαρα στην κορυφή της Ίδης στην Τρωάδα. Η πόλη ονομαζόταν επίσης Παλαιγάργαρος ή Γάργαρος (θηλ.). Σ’ αυτήν κατοικούσαν Λέλεγες (Στέφ. Βυζ., λήμμα Γάργαρα). Ο Στράβων (13.1.5) φαίνεται να ονομάζει Γάργαρον την κορυφή της Ίδης και θεωρεί την σχετική πόλη αιολική. Πβ. για τα παραπάνω επίσης Μέγα ετυμ., λήμμα Γάργαρος.  
[11] Το κείμενο είναι πολύ φθαρμένο και η μετάφραση αβέβαιη.
[12] Ο σημερινός ρωσικός ποταμός Ντον.
[13] Οι περισσότερες Αμαζόνες έφεραν ονόματα σχετικά με τους ίππους ή την τοξοβολία. Βλ. λ.χ. Ιππολύτη, Τοξοφίλη κ.ά.
[14] Εδώ το επίθετο, όπως και το «ευσεβής» παρακάτω, σχετίζεται με την αποχή από την ερωτική συνεύρεση με γυναίκες.
[15] Το όνομα μπορεί να σχετίζεται με το ρήμα αλινδέομαι που υποδηλώνει το ορμητικό κύλισμα (ίσως σε σχέση με τα νερά του Τάναη).
[16] Το όνομα του λόφου θυμίζει το όνομα του Φρίξου, όπως και το βοτάνι φρίξα που φύεται σ’ αυτόν (βλ. την επόμενη παράγραφο).
[17] Σύμφωνα με την παράδοση η Έλλη πνίγηκε στο στενό που πήρε το όνομά της (Ελλήσποντος).