Οι ποταμοί Υδάσπης, Ισμηνός, Έβρος, Γάγγης, Φάσης (Πλούταρχος, Περί ποταμών 1-5)


 >>> Οι ποταμοί Άραρ και Πακτωλός

[Πλούταρχος, Περί ποταμών και ορών επωνυμίας]

1.Υδάσπης
Η Χρυσίππη, εξαιτίας της οργής της Αφροδίτης, ερωτεύτηκε τον πατέρα της Υδάσπη. Επειδή δεν μπορούσε να αντισταθεί στον παρά φύση έρωτα, με τη βοήθεια της τροφού συνευρέθηκε με τον πατέρα της μέσα στη βαθιά νύχτα. Όταν ο βασιλιάς έμαθε τι είχε συμβεί, τη γριά που τον εξαπάτησε την έθαψε ζωντανή.[1] Τη θυγατέρα του, πάλι, την σταύρωσε, αλλά από την υπερβολική λύπη του έπεσε στον Ινδό ποταμό, ο οποίος μετονομάστηκε απ’ αυτόν σε Υδάσπη.[2] Ο ποταμός αυτός είναι στην Ινδία και κατηφορίζει με ορμή προς τη Σαρωνική Σύρτη.[3]
        Στα νερά του παράγεται ένας λίθος που ονομάζεται λύχνις.[4] Είναι ελαιώδης στη χροιά και πολύ ζεστός. Όταν η σελήνη μεγαλώνει, προσπαθούν να τον εντοπίσουν με τη συνοδεία της μελωδίας των αυλών. Τον χρησιμοποιούν όσοι είναι πλούσιοι. Κοντά στον ποταμό, δίπλα στις λεγόμενες Πύλες, υπάρχει και ένα φυτό που μοιάζει με το ηλιοτρόπιο. Αφού το κοπανίσουν, αλείφονται με το χυλό του για προστασία από τα εγκαύματα και αντέχουν δίχως κίνδυνο την απόπνοια της υπερβολικής ζέστης.
         Οι ντόπιοι τις κοπέλες που διάγουν ασεβή βίο τις προσηλώνουν σε σταυρούς και τις ρίχνουν στον ποταμό, άδοντας στη γλώσσα τους έναν ύμνο στην Αφροδίτη. Κάθε χρόνο θάβουν στο χώμα μια καταδικασμένη γριά, στο λόφο που ονομάζεται Θηρογόνος.[5] Με το που θάβουν τη γριά ένα πλήθος ερπετών εξέρχεται από τη βουνοκορφή και τρώει τα άλαλα ζώα που περιίπτανται,[6] όπως ιστορεί ο Χρύσερμος στο 80ο βιβλίο των Ινδικών του. Με μεγαλύτερη ακρίβεια τα αναφέρει αυτά ο Αρχέλαος στο 13ο βιβλίο των Περί ποταμών του.   
         Πλάι στο ποτάμι υπάρχει το βουνό Ελέφας που ονομάζεται έτσι για τον ακόλουθο λόγο: όταν ο Αλέξανδρος ο Μακεδών κατέφτασε με τα στρατεύματά του στην Ινδία και οι ντόπιοι αποφάσιζαν αν θα του αντισταθούν, ένας ελέφαντας που ανήκε στον Πώρο, βασιλιά της περιοχής, καταλήφθηκε από μανία και ανέβηκε στο λόφο του Ήλιου. Εκεί με ανθρώπινη φωνή έδωσε χρησμό και είπε: «Άρχοντα βασιλιά, που κατάγεσαι από τον Γηγάσιο, μην αντισταθείς στον Αλέξανδρο. Γιατί είναι γιος του Δία». Μόλις τέλειωσε τα λόγια του πέθανε. Ακούγοντάς τα αυτά ο Πώρος πήγε κι έπεσε ψοφοδεής στα γόνατα του Αλέξανδρου και αιτήθηκε ειρήνη. Όταν πέτυχε το σκοπό του, μετονόμασε το βουνό σε Ελέφαντα, όπως ιστορεί ο Δέρκυλλος στο 3ο βιβλίο του Περί ορών του.

2.Ισμηνός
Ο Ισμηνός είναι ποτάμι της Βοιωτίας κοντά στη Θήβα.[7] Παλιότερα ονομαζόταν «πόδι του Κάδμου» για τον ακόλουθο λόγο: ο Κάδμος, αφού τόξευσε τον δράκοντα που φύλαγε την κρήνη και διαπίστωσε ότι το νερό ήταν σαν φαρμακωμένο από το αίμα του φόνου, τριγυρνούσε στην περιοχή αναζητώντας κάποια πηγή. Όταν έφτασε στο Κωρύκιο άντρο,[8] με πρόνοια της Αθηνάς στήριξε το δεξί του πόδι βαθύτερα στη λάσπη. Καθώς ξεπήδησε ένας ποταμός από εκείνο το αποτύπωμα, ο ήρωας έκανε θυσία βοδιού και τον ονόμασε «πόδι του Κάδμου». Μετά από κάποιο καιρό ο Ισμηνός, γιος του Αμφίονος και της Νιόβης, τοξευμένος από τον Απόλλωνα και υποφέροντας από συνεχή πόνο,[9] έριξε τον εαυτό του στο ποτάμι που προαναφέρθηκε, το οποίο ονομάστηκε από αυτόν Ισμηνός, όπως ιστορεί ο Σώστρατος στο δεύτερο βιβλίο του έργου του Περί ποταμών.
            Κοντά του βρίσκεται το όρος Κιθαιρών,[10] το οποίο προηγουμένως ονομαζόταν Αστέριον για τον ακόλουθο λόγο: ο Βοιωτός, γιος του Ποσειδώνα,[11] θέλοντας από δυο διαπρεπείς γυναίκες να παντρευτεί την πιο κατάλληλη, τις περίμενε και τις δυο στην κορυφή ενός ανώνυμου λόφου μέσα στη νύχτα. Τότε ένα αστέρι αιφνίδια κατέβηκε από τον ουρανό, έπεσε στους ώμους της Ευρυθεμίστης και εξαφανίστηκε. Ο Βοιωτός, κατανοώντας το σημάδι, παντρεύτηκε την κοπέλα και ονόμασε το όρος Αστέριον από το συμβάν. Αργότερα αποκλήθηκε Κιθαιρών για την εξής αιτία: η Τισιφόνη, μια από τις Ερινύες,[12] ερωτεύτηκε ένα όμορφο αγόρι που το έλεγαν Κιθαιρών. Καθώς δεν μπορούσε να αντέξει την ένταση του έρωτά της, του έδωσε να καταλάβει ότι ήθελε να συνευρεθούν. Εκείνος φοβισμένος από την τρομακτική της όψη, δεν έκατσε ούτε καν να της απαντήσει. Η Ερινύα, όταν δεν εκπληρώθηκε η επιθυμία της, αφαίρεσε ένα από τα φίδια στις πλεξούδες της και το έστειλε στον αλαζόνα. Το φίδι τον βρήκε να βόσκει τα κοπάδια του στην κορυφή του Αστερίου και τον σκότωσε σφίγγοντάς τον με το τύλιγμά του. Με απόφαση των θεών το όρος μετονομάστηκε απ’ αυτόν σε Κιθαιρών, όπως ιστορεί ο Λέων ο Βυζάντιος στα Βοιωτιακά του.
            Ο Ερμησιάναξ, πάλι, ο Κύπριος μνημονεύει την εξής ιστορία: ο Ελικών και ο Κιθαιρών ήταν αδέλφια, αλλά διέφεραν στον τρόπο συμπεριφοράς τους. Ο Ελικών ήταν πραότερος και προσηνής και φρόντιζε τους γέροντες γονείς του από στοργή. Ο Κιθαιρών, όμως, ήταν πλεονέκτης και ήθελε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του όλη την περιουσία. Πρώτα λοιπόν σκότωσε τον πατέρα του, ενώ στη συνέχεια έστησε ενέδρα στον αδερφό του και τον έριξε στον γκρεμό. Έπεσε όμως κι αυτός μαζί του. Με τη βούληση των θεών μεταμορφώθηκαν στα ομώνυμα όρη, αλλά ο Κιθαιρών εξαιτίας της ασέβειάς του έγινε κρυψώνας των Ερινυών, ενώ ο Ελικών για τη φιλοστοργία του έγινε κατοικία των Μουσών.     


3. Έβρος
Ο Έβρος είναι ποταμός της Θράκης. Προηγουμένως αποκαλούνταν Ρόμβος, έχοντας πάρει την ονομασία του από τη συστροφή των υδάτων του κατά την κατηφορική τους πορεία.[13] Ο Κάσσανδρος,[14] ο βασιλιάς της περιοχής, παντρεύτηκε την Κροτονίκη και έκανε απ’ αυτήν ένα γιο, τον Έβρο. Αφού χώρισε από την προηγούμενη γυναίκα του, παντρεύτηκε ως μητριά για το γιο του τη Δαμασίππη, την κόρη του Άτρακος.[15] Αυτή, όμως, ερωτεύτηκε τον προγονό της και του έστειλε μήνυμα να συνευρεθούν. Ο Έβρος, αποφεύγοντας σαν Ερινύα την μητριά του, περνούσε το χρόνο του σε κάθε ευκαιρία κυνηγώντας.[16] Η ασελγής γυναίκα, όμως, όταν απέτυχε η επιθυμία της, είπε ψέματα σε βάρος του σώφρονος αγοριού, ότι δήθεν θέλησε να τη βιάσει. Ο Κάσσανδρος, παρασυρμένος από τη ζήλεια του, έσπευσε ορμητικός στο δάσος, έβγαλε το ξίφος του και καταδίωκε το γιο του με την ιδέα ότι είχε επιβουλευτεί τον γάμο του πατέρα του. Ο γιος, όταν κόντευε να παγιδευτεί, έριξε τον εαυτό του στον ποταμό Ρόμβο, ο οποίος ονομάστηκε από αυτόν Έβρος, όπως ιστορεί ο Τιμόθεος στο ενδέκατο βιβλίο του έργου του Περί ποταμών.
Κοντά στο ποτάμι βρίσκεται το όρος Παγγαίο, που πήρε την ονομασία του για την ακόλουθη αιτία: ο Παγγαίος, γιος του Άρη και της Κριτοβούλης, έσμιξε χωρίς να το ξέρει με τη θυγατέρα του. Κυριευμένος από θλίψη, έτρεξε στο Καρμάνιο[17] όρος και, υπερβολικά λυπημένος, γύμνωσε το ξίφος του και αυτοκτόνησε. Με απόφαση των θεών ο τόπος μετονομάστηκε σε Παγγαίο.
Μέσα στον ποταμό που προαναφέρθηκε γεννιέται ένα βοτάνι παρόμοιο με τη ρίγανη, του οποίου την κορυφή κόβουν οι Θράκες και, αφού χορτάσουν τρώγοντας την τροφή της Δήμητρας, την τοποθετούν πάνω στη φωτιά. Εισπνέουν την αναθυμίαση που αναπέμπεται, αποκαρώνουν και βυθίζονται σε βαθύ ύπνο.
Στο βουνό Παγγαίο φύεται βοτάνι που ονομάζεται κιθάρα για τον εξής λόγο: αυτές που διαμέλισαν τον Ορφέα έριξαν τα μέλη του στον ποταμό Έβρο.[18] Το κεφάλι του ανθρώπου με τη βούληση των θεών μεταμορφώθηκε σε δράκοντα, ενώ η λύρα του με απόφαση του Απόλλωνα έγινε αστερισμός. Από το αίμα που κύλησε φύτρωσε βοτάνι που ονομάζεται κιθάρα. Όταν τελούνται οι γιορτές του Διονύσου, αυτό το βοτάνι αναδίδει ήχους κιθάρας.[19] Οι ντόπιοι, ντυμένοι με δέρματα ελαφιού και κρατώντας θύρσους, τραγουδούν έναν ύμνο που λέει
«Και θα βάλεις τότε μυαλό, όταν πια θα είναι μάταιο να έχεις μυαλό»,[20]
όπως ιστορεί ο Κλειτώνυμος στο τρίτο βιβλίο των Θρακικών του.  

4.Γάγγης
Ο Γάγγης είναι ποταμός της Ινδίας, ο οποίος έλαβε την ονομασία του από την ακόλουθη αιτία: κάποια Νύμφη Καλαυρία γέννησε στον Ινδό[21] έναν γιο ξεχωριστό στην ομορφιά με το όνομα Γάγγης. Αυτός, έχοντας ζαλισμένο κεφάλι, συνευρέθηκε χωρίς να το ξέρει με τη μητέρα του.[22] Την επόμενη μέρα, μαθαίνοντας από την τροφό την αλήθεια, από την υπερβολική του λύπη έριξε τον εαυτό του στον ποταμό που ονομαζόταν Χλιαρός και ο οποίος μετονομάστηκε εξαιτίας του σε Γάγγη.
            Στα νερά του φύεται ένα βοτάνι που μοιάζει με το φυτό βούγλωσσος.[23] Αυτό το βοτάνι το ψιλοκοπανίζουν, συντηρούν το χυλό του και μέσα στη βαθιά νύχτα ραίνουν γύρω-γύρω τις φωλιές των τίγρεων. Εκείνες από τη δύναμη της χυμένης υγρασίας δεν μπορούν να προχωρήσουν και πεθαίνουν, όπως ιστορεί ο Καλλισθένης στο τρίτο βιβλίο των Κυνηγετικών του.
            Κοντά στον ποταμό βρίσκεται κι ένα βουνό που ονομάζεται Ανατολή για τον ακόλουθο λόγο: ο Ήλιος αντικρίζοντας τη Νύμφη Αναξιβία να περνά τον ελεύθερο χρόνο της με χορούς, την ερωτεύτηκε και μην αντέχοντας τον πόθο του την καταδίωκε, επιθυμώντας να την βιάσει. Εκείνη στριμωγμένη κατέφυγε στο τέμενος της Ορθίας Αρτέμιδος, που βρισκόταν στο όρος με το όνομα Κορυφή, και εξαφανίστηκε. Καθώς ο θεός την είχε πάρει στο κατόπι και επειδή δεν εύρισκε την αγαπημένη του πουθενά, από την υπερβολική του λύπη ανέτειλε από εκείνο το μέρος. Οι ντόπιοι μετονόμασαν την ακρώρεια σε Ανατολή εξαιτίας αυτού του συμβάντος, καθώς ιστορεί ο Καιμάρων στο δέκατο βιβλίο των Ινδικών του.


5. Φάσης
Ο Φάσης είναι ποταμός της Σκυθίας, ο οποίος κυλά πλάι σε μια πόλη.[24] Προηγουμένως αποκαλούνταν Αρκτούρος,[25] έχοντας πάρει το όνομά του από την γεωγραφική θέση του στις παγωμένες περιοχές.[26] Άλλαξε όνομα για τον ακόλουθο λόγο: Ο Φάσης, γιος του Ήλιου και της Ωκυρρόης, κόρης του Ωκεανού, συνέλαβε την μητέρα του επ’ αυτοφώρω να μοιχεύει και την σκότωσε. Κυριεύτηκε, όμως, από μανία εξαιτίας της εμφάνισης των Ερινύων και έριξε τον εαυτό του στον Αρκτούρο, ο οποίος μετονομάστηκε από αυτόν σε Φάση.
Στο ποτάμι αυτό φύεται ένα καλάμι που ονομάζεται λευκόφυλλο. Στην αρχή της άνοιξης, κατά τα μυστήρια της Εκάτης, μπορείς να το βρεις εκεί την ώρα του πρωινού να κατέχεται από θεϊκό πνεύμα και να παιανίζει. Αυτό το καλάμι οι ζηλότυποι άντρες το κόβουν και το ρίχνουν γύρω στο δωμάτιο των νεαρών γυναικών και διατηρούν τον γάμο τους ανόθευτο. Εάν κάποιος εξαιτίας της μέθης του και από απερισκεψία μεγαλύτερη των ασεβών κάνει να πάει και να εισέλθει σ’ εκείνο το δωμάτιο, χάνει την ικανότητα για λογική σκέψη και ευθύς ομολογεί σε όλους όσες παρανομίες έκανε ή σκοπεύει να κάνει. Όσοι συμβαίνει να είναι παρόντες τον συλλαμβάνουν και τον ρίχνουν, κλεισμένο μέσα σε δερμάτινο σάκο,  στο καλούμενο «Στόμιο των ασεβών».[27] Είναι στρογγυλό και μοιάζει με πηγάδι. Μετά από τριάντα μέρες το πεταμένο πτώμα ξεβράζεται στη Μαιώτιδα λίμνη γεμάτο με σκουλήκια.[28] Εμφανίζεται αιφνιδιαστικά ένα πλήθος από γύπες και κατασπαράζουν τον νεκρό, όπως ιστορεί ο Κτήσιππος στο δεύτερο βιβλίο των Σκυθικών του.
Εκεί κοντά βρίσκεται και το όρος Καύκασος. Νωρίτερα αποκαλούνταν «κοίτη του Βορέα» για τον εξής λόγο: ο Βορέας κυριευμένος από ερωτική επιθυμία άρπαξε την Χιόνη, κόρη του Αρκτούρου, και την κατέβασε σε έναν λόφο με το όνομα Νιφάντης.[29] Από την κοπέλα απέκτησε γιο τον Ύρπακα, ο οποίος διαδέχτηκε στη βασιλεία τον Ηνίοχο.[30] Το όρος μετονομάστηκε τότε σε «κοίτη του Βορέα». Προσαγορεύτηκε Καύκασος από την ακόλουθη περίσταση. Μετά την Γιγαντομαχία ο Κρόνος, προσπαθώντας να ξεφύγει από την απειλή του Δία, κατέφυγε στην κορυφή της «κοίτης του Βορέα». Μεταμορφωμένος σε κροκόδειλο σκότωσε έναν ντόπιο ποιμένα, τον Καύκασο, και αφού μελέτησε την κατάσταση των σπλάγχνων του, συμπέρανε ότι οι εχθροί δεν ήταν μακριά. Ο Δίας εμφανίστηκε, έδεσε τον πατέρα του με πλεκτό μαλλί και τον έριξε στον Τάρταρο.[31] Αφού άλλαξε το όνομα του όρους προς τιμήν του Καύκασου, έδεσε σ’ αυτό τον Προμηθέα και τον ανάγκασε να βασανίζεται από έναν αετό που του έτρωγε τα σπλάχνα, διότι (κι εκείνος) παρανόμησε στα σπλάχνα,[32] όπως ιστορεί ο Κλεάνθης στο τρίτο βιβλίο της Θεομαχίας του. Στο βουνό αυτό φύεται το βοτάνι που ονομάζεται «του Προμηθέα», το οποίο συνέλεξε η Μήδεια, το έτριψε και το χρησιμοποίησε για να αντιμετωπίσει τον πατέρα της,[33] όπως ιστορεί ο ίδιος.   





[1] Τιμωρία ασυνήθιστη στον ελληνικό κόσμο, όπου προτιμάται ο θάνατος από πείνα με τον εγκλεισμό σε έναν ναό (π.χ. ο θάνατος του βασιλιά Παυσανία στη Σπάρτη) ή ο εγκλεισμός σε μια σπηλιά (λ.χ. Αντιγόνη). Στη Ρώμη θάβονταν ζωντανές οι Εστιάδες που είχαν παραβιάσει τον όρκο παρθενίας τους.
[2] Ο Υδάσπης (Jhelum) είναι ένα από τα πέντε μεγάλα ποτάμια της Πενταποταμίας (Παντζάμπ). Χύνεται στον ποταμό Chenab (αρχαίος Ακεσίνης), που με τη σειρά του χύνεται στον Ινδό. Τα όρια μεταξύ Υδάσπη και Ινδού συζητούνται στον Αρριανό, Ανάβ. 6.1-5.
[3] Δεν είναι γνωστή από άλλες πηγές.
[4] Ο λύχνις ή λυχνίτης σχηματίζει το όνομά του από το λύχνο, το λυχνάρι. Είναι πολύτιμη πέτρα (Πλάτων 400D) που μοιάζει με τη φλόγα της φωτιάς (Διον. Περ. 329 και το αντίστοιχο σχόλιο του Ευσταθίου). Κατά τον Πλίνιο (ΝΗ 37.103-104) είναι κόκκινος και η χροιά του κυμαίνεται από το πορφυρό ως το χρώμα της σβηστής θράκας. Πρόκειται πιθανώς για ρουμπίνι ή γρανάτη (είδος πολύτιμου λίθου). Κατά το Λουκιανό (Περί της Συρίης θεού 32) λάμπει μέσα στη νύχτα. Στα ορφικά Λιθικά ο ποιητής λέει (στ. 271 κ.εξ.):
Λύχνη,  απομάκρυνε απ’ τα χωράφια μου                     
τ’ ορμητικό χαλάζι, τις καταστροφές που πέφτουν στα χωράφια.
Και σένα σ’ αγαπούν οι θεοί κι απ’ τους βωμούς
αναδίδεις, όπως ο κρύσταλλος, φλόγα χωρίς φωτιά·
και μέσα σου υπάρχει μια δύναμη αντίθετη:
όταν η φωτιά περιβάλλει την κοιλιά γεμάτου καζανιού,
το νερό μέσα μένει ψυχρό, ενώ η φωτιά καίει·
αν όμως κάποιος αφήσει το καζάνι στη ψυχρή στάχτη,
παφλάζει το νερό ταραγμένο μέσα στο χάλκινο καζάνι.
Στους τελευταίους στίχους έχουμε μια αναλογία με την αριστοτελική αρχή της αντιπεριστάσεως. Η πέτρα συγκεντρώνει και διαχέει την αντίθετη ιδιότητα απ’ αυτή που υπάρχει στο περιβάλλον της.
[5] «Αυτός που γεννά θηρία», δηλαδή τα ερπετά που αναφέρονται αμέσως μετά.
[6] Εννοεί τα έντομα.
[7] Στην αρχαιότητα ο ποταμός Ισμηνός αποτελούσε ουσιαστικό στοιχείο του γεωγραφικού και μυθικού χώρου της Θήβας. Το όνομά του έγινε επίθετο του Απόλλωνα στην τοπική λατρεία και το ξαναβρίσκουμε στο όνομα της Ισμήνης, αδερφής της Αντιγόνης. Είναι αυτός που ανοίγει τον κατάλογο σε ένα απόσπασμα χαμένου ύμνου του Πινδάρου στον Δία (απ. 29 MW). Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που ο Πλούταρχος παραθέτει μια άγνωστη παράδοση, η οποία συνδέει το ποτάμι με την ίδια την ίδρυση της Θήβας και τον ιδρυτή της. Για τις πιο διαδεδομένες παραδόσεις βλ. Διόδ. 4.72.1-2, Παυσ. 9.10.5, Απολλόδ. 3.12.6.
[8] Το Κωρύκιο άντρο, έδρα σημαντικής λατρείας των Νυμφών, του Πάνα και του Διόνυσου, βρισκόταν στον Παρνασσό, βορειοδυτικά των Δελφών στη Φωκίδα. Ένα δεύτερο ομώνυμο άντρο υπήρχε στην Κιλικία της Μ. Ασίας, όπου ο Δίας φυλακίστηκε, όταν ο Τυφών του έκοψε τα νεύρα των ποδιών. Ίσως έχουμε εδώ μια πολύ μακρινή σύνδεση με το «πόδι του Κάδμου», ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας ότι το Κωρύκιο της Κιλικίας λεγόταν ότι φιλοξενούσε ένα τερατώδες ερπετό, τη Δελφύνη, την οποία ο Τυφών έβαλε να φυλά το Δία (Απολλόδ. 1.6.3). Πβ. τον δράκοντα που σκοτώνει ο Κάδμος.
[9] Ο Ισμηνός σκοτώθηκε από τον Απόλλωνα, ενώ κυνηγούσε με τα αδέρφια του στον Κιθαιρώνα.
[10] Στον Κιθαιρώνα συμβαίνουν πολλά αποτρόπαια περιστατικά της μυθολογίας: η εγκατάλειψη του Οιδίποδα από τη μητέρα του, ο σπαραγμός του Ακταίωνα από τα σκυλιά του και ο διαμελισμός του Πενθέα από τη μητέρα και τις θείες του.
[11] Ο Ποσειδώνας διέθετε σημαντική λατρεία στην Ογχηστό, πλάι στην Κωπαΐδα.
[12] Η Τισιφόνη τιμωρούσε τους ορκοπάτες, του δολοφόνους και ειδικά του φονιάδες μελών της οικογένειάς τους. Το όνομά της σημαίνει «αυτή που παίρνει εκδίκηση για το φόνο».
[13] Ρόμβος στα αρχαία Ελληνικά σήμαινε επίσης σβούρα, δίνη.
[14] Αυτός ο Κάσσανδρος, άγνωστος από αλλού, αποτελεί πιθανότατα μυθική μεταμόρφωση του Κάσσανδρου, γιου του Αντίπατρου και συζύγου της Θεσσαλονίκης, ο οποίος έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας στα ταραγμένα χρόνια μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 
[15] Ο Άτραξ είναι άγνωστος από αλλού. Υπήρχε στη Θεσσαλία ένας οικισμός με το ίδιο όνομα (Στράβων 9.5.19, Λυκόφρων 1309 κ.α.).
[16] Το κυνήγι στον ελληνικό μύθο αποτελεί σε συμβολικό επίπεδο ισοδύναμο της σεξουαλικής αποχής. Πβ. τον Ιππόλυτο ή την Αταλάντη ή την Άρτεμη. Η πανούργα μητριά που επιθυμεί τον γιο του συζύγου της και δέχεται την απόρριψη είναι γνωστό μυθικό μοτίβο από την περίπτωση της Φαίδρας ή της Σθενέβοιας.
[17] Το ίδιο περίπου όνομα χρησιμοποιείται από τον Πλούταρχο και στο κεφάλαιο 7, για να χαρακτηρίσει το βουνό Τμώλος στην Μ. Ασία (Καρμανόριον), και στο κεφάλαιο 18 για τον ποταμό Ίναχο (Καρμάνωρ). Ο Καρμάνωρ στον Παυσανία (2.7.7, 2.30.3, 10.7.2) ήταν ένας Κρης που φιλοξένησε τον Απόλλωνα και τον καθάρισε από το μίασμα του φόνου του Πύθωνα. Καρμανία ήταν μια περιοχή της Περσίας κοντά στο στενό του Ορμούζ.
[18] Για το θάνατο του Ορφέα υπάρχουν πολλές παραδόσεις, αν και συνήθως θανατώνεται από γυναίκες της Θράκης που τον εκδικούνται, επειδή μάγεψε τους άντρες τους με τη λύρα του και δεν εκτελούν πια τα συζυγικά τους καθήκοντα, αλλά ακούν εκστασιασμένοι τη μουσική του Ορφέα. Το κεφάλι του Ορφέα σε άλλες παραδόσεις φτάνει πλέοντας στη Λέσβο, όπου εξακολουθεί να χρησμοδοτεί, έως ότου το σταματά ο Απόλλων.
[19] Κιθάρα και λύρα χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα.
[20] Στο πλαίσιο της διονυσιακής λατρείας το οξύμωρο πρέπει να αποτελεί πρόσκληση στον πιστό να ξεχάσει κάθε είδους σοφία που ξέρει και να αφεθεί να παρασυρθεί από τη μανία του θεού που είναι ανώτερη από τη σοφία.
[21] Προσπάθεια να συνδεθούν τα δύο μεγάλα ποτάμια της Ινδίας μέσω της γενεαλογικής σχέσης πατέρα-γιου.
[22] Η ζαλάδα δεν αποδίδεται ρητά σε κάποια αιτία, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι οφειλόταν στη μέθη. Από την άλλη η μητέρα του μοιάζει να επεδίωξε τη συνεύρεση, αφού η τροφός που αναφέρεται αμέσως μετά γνωρίζει την αλήθεια, πιθανώς επειδή χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για την επίτευξη της ανόσιας ένωσης, όπως συχνά συμβαίνει με τις τροφούς στον ελληνικό μύθο.
[23] Είδος εδώδιμου φυτού με παχιά φύλλα που μοιάζουν με γλώσσα βοδιού, η πουράντσα ή αγόγλωσσος. Σύμφωνα με τον Πλίνιο (ΝΗ 25.40) ονομαζόταν και ευφρόσυνον, επειδή ανακατεμένο στο κρασί προκαλούσε ευφορία.
[24] Πρόκειται πιθανώς για τη σύγχρονη πόλη Poti. Στην αρχαιότητα η πόλη ονομαζόταν Φάσις και ο Στράβων 11.2.17 την περιγράφει ως εμπορικό σταθμό (εμπόριον) που ήταν κάποτε υπό τον έλεγχο των αποικιών της Μιλήτου. Εδώ η Σκυθία φαίνεται να σχετίζεται με την περιοχή της Κολχίδας, όπως φαίνεται από την αναφορά στ Μαιώτιδα λίμνη, τον Καύκασο και τη Μήδεια παρακάτω στο κείμενο. Ο ποταμός Φάσις (σημ. Rioni στη Γεωργία) χύνεται στον Εύξεινο Πόντο.
[25] Αρκτούρος είναι «ο Φύλακας της Άρκτου». Αναφέρεται ήδη από τον Ησίοδο (Έργα 564-7). Ο Ερατοσθένης (Καταστερισμοί 8) κάνει διάκριση ανάμεσα σε ολόκληρο τον αστερισμό, τον οποίο ονομάζει Αρκτοφύλακα ή Βοώτη, και σε ένα άστρο του που το ονομάζει Αρκτούρος, παίζοντας με τη συνωνυμία των λέξεων οὖρος και φύλαξ. Ταυτίζει τη Μεγάλη Άρκτο με την Καλλιστώ και τον Αρκτούρο / Αρκτοφύλακα με τον γιο της Αρκάδα, επώνυμο των Αρκάδων.
[26] Υπονοείται εδώ η διαίρεση της γης σε πέντε ζώνες: ισημερινός, δύο εύκρατες ζώνες και δύο κατεψυγμέναι που φτάνουν ως τους πόλους (Στράβων 2.3.1). Ο συγγραφέας δεν αποκλείεται να συγχέι τον Βοώτη με τη Μικρή Άρκτο, η οποία βρίσκεται κοντά και περιλαμβάνει τον πολικό αστέρα.
[27] Η διαδικασία αυτή θυμίζει τη ρίψη στον Τίβερη κακοποιών μέσα σε ένα σάκο.
[28] Στην Αθήνα πετούσαν τα πτώματα των εγκληματιών σε μια καταβόθρα πίσω από την Ακρόπολη. Η Μαιώτιδα λίμνη είναι η Αζοφική θάλασσα, την οποία σχεδόν αποκόπτει από τον Εύξεινο Πόντο η χερσόνησος της Κριμαίας. Οι αρχαίοι την ονόμαζαν λίμνη, επειδή είχε σχετικά ρηχά νερά. Το πτώμα του ανθρώπου που το πέταξαν στο φρέαρ επανεμφανίζεται, παρασυρμένο από υπόγεια νερά, στη Μαιώτιδα.
[29] Όλα τα ονόματα εδώ παραπέμπουν στο κρύο (Βορέας, Χιόνη, Νιφάντης). Πιο γνωστός είναι ο μύθος της αρπαγής της Ωρείθυιας από τον Βορέα, μύθος πολύ αγαπητός στους Αθηναίους.  Στον Απολλόδωρο (3.15.4) Χιόνη είναι η κόρη τους.
[30] Στον Ερατοσθένη (Καταστ. 13) ο Ηνίοχος είναι αστερισμός συνδεμένος με τον βασιλιά της Αθήνας Εριχθόνιο. Πίσω από την αφήγηση εδώ κρύβονται διαστρεβλωμένες αθηναϊκές παραδόσεις.
[31] Η μεταμόρφωση του Κρόνου σε κροκόδειλο και η εξέταση των σπλάχνων ενός ανθρώπου είναι κάπως παράδοξες λεπτομέρειες. Ωστόσο η διήγηση μπορεί να εμπνέεται από το γεγονός ότι στη ρωμαϊκή Αίγυπτο ο Κρόνος ταυτιζόταν μερικές φορές με τον θεό Sobek που είχε τη μορφή κροκοδείλου. Η σπλαχνοσκοπία από την άλλη είναι συνήθης στις θυσίες ζώων. Ο Δίας δένει τον Κρόνο με δεσμά από μαλλί. Έχουμε μια παρόμοια αθηναϊκή παράδοση (Απολλόδωρος ΙΙΙa 244 F 118 Jacoby). Το μαλλί χρησιμοποιούνταν στις τελετουργίες, ενώ ακούμε για θεότητες δεμένες ή αλυσοδεμένες.
            Σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση ο Κρόνος κεραυνώθηκε από τον Δία στον Καύκασο και εκεί βρισκόταν ο τάφος του. Η παράδοση πρέπει να έχει απώτερο ευημεριστικό χαρακτήρα, να προέρχεται δηλαδή από μια πηγή που ερμήνευε τους θεούς ως σημαντικούς ανθρώπους μιας πολύ παλιάς εποχής που οι επόμενες γενιές τους θεώρησαν ως θεότητες.
[32] Ο Ησίοδος (Θεογ. 536-569) μας ιστορεί με ποιο τρόπο ο Προμηθέας ξεγέλασε κατά την πρώτη θυσία τον Δία, με αποτέλεσμα στο εξής οι άνθρωποι να απολαμβάνουν τα καλύτερα κομμάτια και οι θεοί να αρκούνται βασικά στα σπλάχνα. 
[33] Η χρήση του συγκεκριμένου βοτάνου από τη Μήδεια, για να βοηθήσει τον Ιάσονα, απαντά κι αλλού (λ.χ. Απολλώνιος, Αργον. 3.844-868). Λεγόταν ότι είχε φυτρώσει από το αίμα του Προμηθέα.